Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Βιοτεχνίες αεριούχων αναψυκτικών στην Κριτσά Λασιθίου.

 

Από τις χειροκίνητες ΜΗΧΑΝΕΣ ΣΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ

 ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΩΝ

 ΚΑΙ  Ο ΚΡΙΤΣΩΤΗΣ «ΛΕΜΟΝΑΤΖΗΣ», ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΛΩΝΤΖΑΣ

Ιστορική διαδρομή των αναψυκτικών

 

Μια χειροκίνητη μηχανή  

   Η ιστορία των αναψυκτικών χρονολογείται πολλούς αιώνες πριν. Η πρώτη τους αναφορά γίνεται κατά τα ρωμαϊκά χρόνια.

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες μικρές μονάδες παραγωγής αναψυκτικών.

Η εμφάνισή τους ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης των ανθρώπων να παρασκευάσουν ροφήματα ώστε να δροσίζονται κατά τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού, αφού σερβίρονται παγωμένα, αλλά κυρίως ήθελαν να εκμεταλλευτούν το χυμό των εσπεριδοειδών, που περίσσευαν ως φρούτο στο τραπέζι, αντί να οδηγηθούν στις χωματερές.

Επομένως η πρώτη ύλη τους προέρχονταν από το πλεόνασμα της σοδειάς φρούτων κάθε χρονιάς.

Με ελάχιστα τεχνολογικά μέσα, όλη η διαδικασία παραγωγής γινόταν χειροκίνητα.

Μέχρι το 1950, σχεδόν κάθε ελληνική πόλη είχε και τη δική της μικρή βιοτεχνία παραγωγής αναψυκτικών πριν ξεκινήσει η  βιομηχανική επανάσταση και η εφαρμογή των νέων μεθόδων με τα σύγχρονα μηχανήματα παραγωγής.

Τα πορτοκάλια, τα λεμόνια και τα μανταρίνια ήταν τα πρώτα που ο άνθρωπος σκέφτηκε να αξιοποιήσει. Ήταν τα πιο συνηθισμένα φρούτα που καλλιεργούσαν και  παρήγαγε άφθονα η  ελληνική γη.

Στο χωριό μας την Κριτσά, οι τότε εν λειτουργία βιοτεχνίες χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή τους τα εξαιρετικής ποιότητας άφθονα την εποχή εκείνη, νερά του Κεφαλόβρυσου.

Η ποιότητα του νερού είναι καθοριστική για την επιτυχία ενός αναψυκτικού. Ακαθαρσίες, όπως αιωρούμενα σωματίδια, οργανική ύλη και βακτήρια, μπορεί να αλλοιώσουν τη γεύση και το χρώμα και τα καθιστούν ακατάλληλα για την υγεία του ανθρώπου.

 Επίσης ντόπια πορτοκάλια και λεμόνια αλλά κι ευρύτερα, (ο κάμπος π.χ. του Καλού Χωριού), παρήγαγε μεγάλες ποσότητες εσπεριδοειδών, τα οποία ήταν άριστης ποιότητας και μάλιστα χωρίς λιπάσματα.

 

Τύπος μπουκαλιού αναψυκτικού με τις μπίλιες

Ο κόσμος τα έμαθε, τα προτιμούσε και τα απολάμβανε. Τα ψυγεία πάγου, (δεν είχαν κατασκευαστεί ακόμη τα ηλεκτρικά), των καφενείων την εποχή εκείνη, ήταν πάντα γεμάτα, έτοιμα να ικανοποιήσουν τους πελάτες τους.

Κυρίως τα αναψυκτικά που κυκλοφορούσαν, (πορτοκαλάδα, λεμονάδα, γκαζόζα), τότε σε γυάλινο μπουκάλι, αποτελούσαν ότι καλύτερο για να σβήσουν τη δίψα τους όπως προαναφέραμε κατά τους θερινούς μήνες κυρίως, και παράλληλα  να  απολαύσουν τη γεύση τους.

Το 1924 τα αναψυκτικά “μπήκαν” στη γυάλινη φιάλη με τη χαρακτηριστική γυάλινη μπίλια σαν πώμα.

Με την πάροδο των ετών με τα ανθρακούχα αναψυκτικά να είναι διαθέσιμα σε εστιατόρια, μπακάλικα, πολυκαταστήματα, αυτόματους πωλητές σε σχολεία, γραφεία και δημόσια κτίρια, πολύ σύντομα ξεπέρασαν σε δημοτικότητα όλα τα άλλα είδη ποτών.

Σε αυτό βέβαια συνέβαλε και η διαφήμιση, η οποία με πρωτότυπα σλόγκαν έδινε μερικές φορές στα αναψυκτικά θεραπευτικές ιδιότητες, αν και μερικές ακραίες ρεκλάμες τα παρουσίαζαν σχεδόν ως θαυματουργά...!

Το πρώτο αυτόματο μηχάνημα πώλησης αναψυκτικών εφευρέθηκε τη δεκαετία του 1920 και η σφραγισμένη κονσέρβα, (κουτί) αναψυκτικών, τη δεκαετία του 1950.

Τα ελαφριά και ανθεκτικά στο σπάσιμο πλαστικά μπουκάλια άρχισαν να χρησιμοποιούνται στη δεκαετία του 1970, αν και μόλις το 1991 η βιομηχανία αναψυκτικών χρησιμοποιούσε πλαστικό που πληρούσε πληρέστερα τους όρους καλής υγιεινής σε ευρεία κλίμακα.

Τη δεκαετία του 1980, με την εισβολή των πολυεθνικών εταιριών παραγωγής αναψυκτικών, οι περισσότερες μικρές επιχειρήσεις δεν άντεξαν στον ανταγωνισμό κι έκλεισαν.

Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις όπου μικρές βιοτεχνίες κατάφεραν να ανταπεξέλθουν και επιβιώνουν έως σήμερα.

Μια υπόθεση σχεδόν…οικιακή!

Αν ανατρέξουμε πίσω στις δεκαετίες του ‘50 και ’60, τα αναψυκτικά, ήταν υπόθεση σχεδόν… οικιακή!

Πολύ απλά, όσοι είχαν την όρεξη και το έβλεπαν σαν επάγγελμα βιοποριστικό  και διέθεταν και κάποιο χώρο έστηναν τη μικροβιοτεχνία τους.

 Η παρασκευή των αναψυκτικών την εποχή αυτή απαιτούσε να έχεις την ειδική μηχανή, μια φιάλη οξυγόνου, τα λεμονοπορτόκαλα ή έτοιμους χυμούς που τους προμήθευαν οι παραγωγοί χυμών σε παχύρρευστη συμπυκνωμένη μορφή σε γαζοντενεκέδες, ή πλαστικά βαρελάκια, τα γυάλινα μπουκάλια με τα καπάκια, καθώς και τις γούρνες για το πλύσιμο των μπουκαλιών και τέλος ξύλινα κιβώτια.

 



Τα μπουκάλια ως γνωστόν έμπαιναν σε κιβώτια ανά 24τετράδα κι επιστρέφονταν στη συνέχεια από τον καφετζή. Επομένως κάθε φορά έπρεπε να πλυθούν καλά εσωτερικά  με κάποια βούρτσα στις γούρνες - δεξαμενές με νερό, ώστε να είναι καθαρά και να  γεμίσουν ξανά.

Ας θυμηθούμε τη διαδικασία εμφιάλωσης

Τα πρώτα χρόνια η παρασκευή γινόταν αρκετά δύσκολα και ήταν πολύ χρονοβόρα.

Τον παχύρευστο χυμό τον  αραίωναν με νερό, έμπαινε στη λεκάνη όπου με ένα μπρικάκι γέμιζαν ένα - ένα το μπουκάλι.

Αργότερα με τη χρήση της  μηχανής η οποία διέθετε σωληνάκια γέμιζαν τα  μπουκάλια, ευκολότερα και ταχύτερα. Έτσι η παραγωγή αυξάνονταν και καλύπτονταν και περισσότεροι πελάτες.

Με τη  μηχανή έμπαιναν και τα καπάκια με μια μανιβέλα, και άμα τη γύριζε κάποιος τότε έμπαινε ταυτόχρονα και το οξυγόνο και στη συνέχεια έκλεινε σφιχτά και το καπάκι με  τα γνωστά δοντάκια εξωτερικά.


 

Μπουκάλι με μηχανισμό και πορσελάνινο καπάκι

Βέβαια τα πρώτα μπουκάλια ήταν φαρδύτερα, και έκλειναν με μοχλισμό, (μηχανισμό), με πορσελάνινο καπάκι όπου ήταν μόνιμο πάνω στο μπουκάλι.

Η μέση ημερήσια παραγωγή ήταν κατά μέσον όρο τρία – τέσσερα  τελάρα, τα οποία διέθεταν στο χωριό τους ή και σε κοντινά χωριά.

Με την πάροδο των ετών οι μηχανές με την ανάπτυξη της τεχνολογίας επόμενο ήταν να έχουν  και την ανάλογη εξέλιξη. Έγιναν γρηγορότερες και πιο αυτοματοποιημένες.

Έτσι φτάσαμε στο στάδιο λειτουργώντας κυκλικά να δέχονται είκοσι τέσσερα  μπουκάλια και γυρνώντας το μοχλό, γέμιζαν και έκλειναν αυτόματα όλα.

Στο τέλος , αρχές της δεκαετίας του ’60 που πήγε το ρεύμα και στα χωριά, όλες αυτές οι μικρές χειροκίνητες μηχανές πήγαν στην αποθήκη ή πετάχτηκαν, ή τοποθετήθηκαν στα μουσεία.

 

Ας γνωρίσουμε τις βιοτεχνίες παραγωγής αναψυκτικών της Κριτσάς

 

Αν ανατρέξουμε πίσω στο μακρύ παρελθόν, τη δεκαετία του 50, στην πρώτη προσπάθεια παραγωγής αναψυκτικών στην παλιά Κριτσά, θα συναντήσουμε την αείμνηστη Ειρήνη Ταβλά και το σύζυγό της Δημήτριο Σκουλικάρη,  στο ακίνητο ιδιοκτησίας της οικογένειας  Σκυβάλου (Καρπέτη), (εκεί όπου αργότερα λειτούργησε κατ’ αρχήν ο  Γιάννης Εμμ. Σκύβαλος αρτοποιείο) και σήμερα λειτουργεί η γνωστή ταβέρνα «Ο Πλάτανος), να κάνει τα πρώτα της βήματα και να δημιουργεί τη μικρή βιοτεχνίας της.

Αργότερα μεταφέρθηκε λίγο πιο πάνω στο στενό η οποία συνέχισε να λειτουργεί σε ιδιόκτητο χώρο της οικίας τους.

Παρήγαγε κατ’ αρχάς λεμονάδες και πορτοκαλάδες και ξεκίνησε με μπουκάλια που έκλειναν με μια μπίλια κι αργότερα με τα γνωστά μεταλλικά καπάκια. 

Η παραγωγή της βιοτεχνίας κάλυπτε την αγορά του χωριού μας αλλά και του Αγίου Νικολάου αφού ακόμη εκεί δεν λειτουργούσε κάποια τέτοια βιοτεχνία.

 Το έτος 1952 η οικογένεια Σκουλικάρη, επούλησε τα εξαρτήματα της βιοτεχνίας και με τα  τρία παιδιά της Μανώλη – Δημήτρη - Ελένη έφυγαν από την Κριτσά κι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.

Αξίζει να μνημονεύσουμε ότι πρώτοι εκείνοι χρησιμοποίησαν τα μπουκάλια με τη μπίλια. Πολλοί σήμερα μεγάλης ηλικίας Κριτσώτες ενθυμούνται την προσπάθειά τους να βρουν τέτοια μπουκάλια να τα σπάσουν και να πάρουν τη μπίλια για τα παιχνίδια τους.

Πριν ασχοληθούν επαγγελματικά με την παραγωγή αναψυκτικών διέθεταν στην Κριτσά κατάστημα με αντικείμενο το γενικό εμπόριο.

Επίσης επί του κεντρικού δρόμου στον πέρα πλάτανο λειτούργησε η βιοτεχνία των Τραντά Χαραλάμπη και Σκυβάλου Νικολάου (Λεμονιός), για αρκετά χρόνια.

Κάποια χρονιά ο Χαραλάμπης διέλυσε τον συνεταιρισμό με τον Σκύβαλο και μόνος του πια, μετέφερε τη βιοτεχνία στον Άγιο Νικόλαο, ώστε να σταματήσει και η κόντρα-ανταγωνισμός με τις άλλες Κριτσώτικες βιοτεχνίες!

ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΑ Σ.Π.Α.

 


Να θυμηθούμε και την τριάδα των τριών χωριανών μας, οι οποίο ήταν και γείτονες, πέρα στη συνοικία Χριστός, (Σκύβαλος Νικόλαος, (Λεμονιός) – Πάγκαλος Ιωάννης, (Νικολός) – Αφορδακός Μιχαήλ,(Πατάτας), οι οποίοι δημιούργησαν συνεταιρισμό παραγωγής αναψυκτικών τη δεκαετία του ‘60.

Η εταιρεία από τα αρχικά των επιθέτων τους έγινε γνωστή ως Σ.Π.Α.

 Η Σ.Π.Α. πέραν των γνωστών αναψυκτικών είναι εκείνη που κυκλοφόρησε στην αγορά του χωριού κι ευρύτερα το μπυράλ, (ποτό παρόμοιο με την κόκα-κόλα). Δηλαδή πέραν της γκαζόζας, μέσα σε σωλήνα – μπουκαλάκι, υπήρχε το ξεχωριστό αυτό διάλυμα και με το άνοιγμα του μπουκαλιού αναμιγνυόταν με τη γκαζόζα, στο ποτήρι. Η γεύση του ήταν ξεχωριστή και πολύ άρεσε.

 Λειτούργησε αρχικά σε χώρο ιδιοκτησίας του Ιωάννη Καμπανού και λίγο αργότερο σε ιδιόκτητο χώρο του Σκυβάλου Νικολάου.

Για τη μεταφορά των αναψυκτικών από τη βιοτεχνία μέχρι τον κεντρικό δρόμο και την πλατεία του χωριού, λόγω της στενότητας του δρόμου, χρησιμοποιούσαν μια ευέλικτη τρίκυκλη μηχανή.

. Μετά από λίγα χρόνια η εταιρεία διαλύθηκε και σταμάτησε η παραγωγή.

  Ο Εμμανουήλ Κλώντζας και η βιοτεχνία του


Ο Εμμανουήλ Κλώντζας άκρη δεξιά με το ακορντεόν

 Η σημαντικότερη και η μεγαλύτερη σε διάρκεια βιοτεχνία αναψυκτικών υπήρξε εκείνη του Εμμανουήλ  Κλώντζα, γνωστός με το ο Μανώλης ο «λεμονατζής».

 Ο αείμνηστος Μανώλης τα πρώτα του εφηβικά χρόνια υπήρξε μικροέμπορος, πλανόδιος υφασμάτων, υαλικών κι άλλων μικροειδών απαραίτητα για το σπίτι και τη νοικοκυρά. Νωρίς βγήκε στο στίβο της ζωής για βιοποριστικούς λόγους.

 Μετά από το στρατό αποφάσισε να γίνει βιοτέχνης και δημιούργησε εκεί σε χώρο του  σπιτιού του κοντά στο Άγιο Πνεύμα το εργαστήριό του. Έστησε την πρώτη ποδοκίνητη μηχανή, (αργότερα την αντικατέστησε με χειροκίνητη και τελευταία προμηθεύτηκε ηλεκτροκίνητη αυτόματη), τη συνέδεσε με φιάλη οξυγόνου και με κάποιο άλλο εξοπλισμό ξεκίνησε να λειτουργεί τη βιοτεχνία του και να παράγει τις πρώτες γκαζόζες και πορτοκαλάδες. Μικρή η παραγωγή στην αρχή μικρή και η ζήτηση μέχρι να μάθει ο κόσμος το νέο ποτό και σιγά σιγά ανέβαινε η ζήτηση και η παραγωγή.

Κάποιες φορές δεν προλάβαιναν τα χέρια του Μανώλη και όλο και κάποιο γειτονόπουλο βοηθούσε γυρνώντας με τη μανιβέλα τον τροχό της μηχανής.

 Ενθυμούμαι κι εγώ μαθητούδι του Δημοτικού που με έστελνε κάποιες φορές ο παππούς μου, (Ξενοφών Κλώντζας, καφεπώλης τότε στη συνοικία Παλαίμυλος), να του φέρω ένα κιβώτιο γκαζόζες ή πορτοκαλάδες.

 Επειδή ο κ. Μανώλης δεν προλάβαινε την παραγωγή μόνος του, μου ζητούσε να βοηθήσω να γεμίσουμε τα μπουκάλια κι εκείνος στο τέλος για ανταμοιβή με κέρναγε μια πορτοκαλάδα.

Τι ικανοποίηση για ένα παιδί της ηλικίας μου, μετά τα μεταπολεμικά χρόνια, να απολαύσει μια πορτοκαλάδα!

Κι όμως…!!

 Πολλές φορές κάποια παιδιά στα καφενεία, όταν έβλεπαν άδεια μπουκάλια γκαζόζας στα τελάρα, επειδή δεν είχαν χρήματα, μετάδειαζαν όλα τα μπουκάλια σε ένα, για να βγάλουν μια μικρή ποσότητα και να την πιούν, έτσι για να γευτούν κι εκείνα λίγη από τη θεϊκή της γεύση!

Η  πρωτότυπη τρίκυκλη μηχανή του κ. Μανώλη


Εδώ η μηχανή με την κόρη του Ευγενία

Τα πρώτα χρόνια η βιοτεχνία κάλυπτε τα καφενεία του χωριού μας και τότε ήταν αρκετά. Φορτωμένος στον ώμο τα κιβώτια, ο μακαρίτης Μανώλης, τα διένεμε σε όσους του παράγγελναν.

Όμως με την πάροδο των ετών ξεκίνησε και η ζήτηση από τα γύρο χωριά και ο κυρ Μανώλης αναγκάστηκε να προμηθευτεί μια μοτοσυκλέτα στην οποία πρόσθεσε ένα αυτοσχέδιο ξύλινο καλάθι (κασόνι), προσθέτοντας έναν ακόμη τροχό. Φόρτωνε αρκετά την πρωτότυπη τρίκυκλη μηχανή του κι έτσι κάλυπτε την αυξανόμενη ζήτηση. Την ενθυμούμαι να ανηφορίζει για τον κοντινό Κρούστα και παραφορτωμένη όπως ήταν αγκομαχούσε, αλλά τα κατάφερνε επί χρόνια να προσφέρει τις υπηρεσίες της και να βγάζει το ψωμάκι της όπως λέμε.

Εξ άλλου αν πάθαινε κάτι, ο κ. Μανώλης αν και  μηχανικός ερασιτέχνης, την έλυνε και την έδενε κι έτσι αποκαθιστούσε κάθε ζημιά!



Όμως τα πρώτα φορτηγάκια κυκλοφόρησαν και ο κυρ Μανώλης έσπευσε να προμηθευτεί ένα και η δουλειά γινόταν τώρα πιο άνετα και πιο γρήγορα.

Χρόνια πολλά οι λεμονάδες, οι πορτοκαλάδες και οι γκαζόζες του με την επωνυμία Κριτσωτοπούλα γέμιζαν τα μαγαζιά και ο κοσμάκης απολάμβανε τους φυσικούς χυμούς κι έσβηνε τη δίψα του.

Ακούραστος ο αείμνηστος Μανώλης εργάστηκε πολλά χρόνια στη ζωή του και μεγάλος πιά  βγήκε σε σύνταξη. Έκτοτε σταμάτησε η λειτουργία της βιοτεχνίας όπως και η παραγωγή των περίφημων αναψυκτικών Κριτσωτοπούλα.

Αναρωτιέμαι τι απέγιναν η μηχανή και τα άλλα εξαρτήματα της βιοτεχνίας του.  Άριστα θα μπορούσαν σήμερα να τοποθετηθούν στο Λαογραφικό Μουσείο της Κριτσάς σε ανάμνηση της πρώτης προσπάθειας του ανθρώπου να παράγει αναψυκτικά ποτά!

Βέβαια, κάποιος δικός του μου ψιθύρισε, ότι πιθανόν κάποια από τα μηχανήματα και κιβώτια με μπουκάλια να βρίσκονται καταχωνιασμένα εκεί στην αποθήκη  σπιτιού του, στο Καμάρι! 

Ο Μανώλης Κλώντζας αγαπούσε τη δουλειά του αλλά απολάμβανε και τη ζωή. Τακτικά συμμετείχε ενεργά σε καντάδες κι άλλα γλέντια με το ακορντεόν του, στο οποίο υπήρξε καταπληκτικός χειριστής. Σε πολλές φωτογραφίες τον συναντούμε να παίζει το ακορντεόν παρέα με άλλους Κριτσώτες οργανοπαίκτες.

Δημιούργησε μια ξεχωριστή οικογένεια με την εκλεκτή της καρδιά του, χωριανή μας Μαρία Κοκκίνη του Μιχάλη και της Διαμαντινής κι απέκτησαν μια θυγατέρα την Ευγενία. Σήμερα αναπαύεται μαζί με τη σύζυγό του στο παλιό νεκροταφείο του χωριού μας.

Ας είναι αιωνία η μνήμη τους!

Έτσι φτάσαμε στις μέρες μας που δεν υπάρχουν πια οι βιοτεχνίες αυτές στο χωριό μας, αλλά και ούτε οι νεότεροι γνωρίζουν ή φαντάζονται, ότι πριν χρόνια η Κριτσά, ανάμεσα στα  τόσα άλλα επαγγέλματα των κατοίκων της, λειτούργησαν και βιοτεχνίες παραγωγής αναψυκτικών!                                           Γιάννης Κ. Ταβλάς Δάσκαλος εκ Κριτσάς Λασιθίου


 



            


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

  Ο ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ   ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ ΚΡΙΤΣΑΣ,     ΠΑΠΑΔΟΥΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, (ΠΑΠΑΔΟΥΛΟΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ) Ένας ευφυής Κριτσώτης μ...