Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 1954

 

ΝΟΜΟΣ ΛΑΣΗΘΙΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑ ΜΕΡΑΜΒΕΛΛΟΥ

ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΚΡΗΤΣΑΣ

ΧΩΡΙΟΝ ΚΡΗΤΣΑ

 ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

    Η Κοινότης Κρητσάς υπάγεται εν τη Επαρχία Μεραμβέλλου. Η παλαιά ονομασία της έδρας της Κοινότητος είναι η αυτή και σήμερον (Κρητσά). Ωσαύτως και των εις ταύτην υπαγομένων χωρίων και συνοικισμών, Ταπών, Μαρδάτι και Θεολόγου, ουδέποτε μετεβλήθη η ονομασία.

        Σήμερον η Κοινότης Κρητσά έχει ως έγγιστα 3.000 κατοίκους. Δεν είναι κέντρον επαρχίας.

        Η γεωγραφική της θέσις ευρίσκεται νοτίως της Νεαπόλεως. Και από μεν της πρωτευούσης του Νομού, τον Άγιον Νικόλαον, απέχει 2 ώρας, από δε της Νεαπόλεως 3 περίπου ώρας.

        Η Κοινότης είναι ορεινή. Κείται εις επικλινή θέσιν, το έδαφός της είναι στερεόν και ουδέποτε υφίσταται καθιζήσεις.

        Τα παραγόμενα προϊόντα είναι δημητριακά, παράγει δε κατ΄ έτος 200.000 οκάδας, έλαιον περί τας 250.000 οκάδας κατ΄ έτος, χαρούπι περίπου 1.500.000 οκάδας, αμύγδαλα περί τας 50.000 οκάδας, εσπεριδοειδή περίπου 90.000 οκάδας, απίδια περί τας 150.000 οκάδας και διάφορα κηπικά προϊόντα τ.ε. λάχανα, γεώμηλα κ.λ.π. περί τας 800.000 οκάδας ετησίως.


        Οι κάτοικοι επιδίδονται περισσότερον εις την καλλιέργειαν των δημητριακών, των ελαιοδένδρων, των αμυγδαλεών και των χαρουποδένδρων.

        Η ύδρευσις των κατοίκων γίνεται από το υδραγωγείον της Κοινότητος, η δε άρδευσις των κτημάτων εκ του αυτού υδραγωγείου και εκ των φρεάτων.

        Εν τη περιφερεία της Κοινότητος βόσκονται ως έγγιστα 12.000 αιγοπρόβατα.

        Τα προϊόντα της γαλακτοκομίας ανέρχονται κατ΄ έτος εις 18.000 οκάδας περίπου.

        Αροτριώντα κτήνη υπάρχουσι περί τα 500.

        Όρη έχει την Τσίβην, ήτις κείται προς Βόρεια της Κοινότητος, τον Λάζαρον προς Δυτικά, τους Ανεφολάκους προς Νοτιοδυτικά και τον Θύλακα (Φύλακα) προς Βορειοανατολικά.

        Έχει ένα χείμαρρον, ονομαζόμενον Ξεροπόταμον, όστις έχει δύο γεφύρας, εξ ων η μεν μία ή και μεγαλυτέρα κατεσκευάσθη κατά το έτος 1928, η δε ετέρα, η παλαιοτέρα, κατά το έτος 1884.

        Υπάρχει και ετέρα γέφυρα, κατασκευασθείσα επί τινός παραποτάμου αυτού, εις το νότιον άκρον της Κωμοπόλεως, κατά το έτος 1933.

        Έχει 4 υδραυλικά εργοστάσια, ελαιουργίας μετά αλευρομύλων. Έχει τρία Δημοτικά Σχολεία, εν εξατάξιον μικτόν και εν διτάξιον μικτόν εν τη έδρα και ένα μονοτάξιον εις το χωρίον Τάπες, ωσαύτως μικτόν.

        Έχει ένα Αστυνομικόν Σταθμόν και ένα ταχυδρομικόν και τηλεφωνικόν γραφείον και μιαν αγροτολέσχην.

        Υπάρχουν εμπορικά καταστήματα.

        Διεξάγεται εμπόριον εγχωρίων προϊόντων και εμπόριον αποικιακών και υφασμάτων. Είναι μεσόγειος, επίνειον έχει την πρωτεύουσαν του Νομού, τ.έ. τον ΄Αγιον Νικόλαον.

        Η συγκοινωνία της, προς μεν τα κέντρα Άγιον Νικόλαον, Ιεράπετραν, Νεάπολιν, Ηράκλειον κ.λπ. ενεργείται δι΄ αυτοκινήτων, προς δε τα χωρία δια φορτηγών ζώων.

        Η παράδοσις αναφέρει ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Κρητσάς ήσαν πάντες κτηνοτρόφοι και ως τοιούτοι έκαμνον μεγάλην κατανάλωσιν εις το κρέας, ου μόνον επιτοπίως, αλλ΄ έκαμνον και εξαγωγήν μεγάλην, διότι έτρεφον άνω των 80.000 αιγοπροβάτων.

        Επειδή λοιπόν ήτο τόπος παραγωγής αφθόνου κρέατος, ωνομάσθη εκ της χαρακτηριστικής οσμής του κρέατος (Κρετσά) κατ΄ αρχάς Κρετσά, έπειτα δε έγινεν μετατροπή του «ε» εις «η» ð Κρητσά.

        Πιθανωτέρα όμως φαίνεται η εξής εκδοχή:

        Η σημερινή Κωμόπολις Κρητσά, επί της εποχής των Ενετών ήτο έδρα Διοικητού ενός μεγάλου διαμερίσματος της νήσου, ούτινος οι κάτοικοι ήσαν υποχρεωμένοι να έρχωνται ενταύθα δια πάσαν διοικητικής φύσεως υπόθεσίν των και ιδία δια δικαστικάς τοιαύτας.

        Τούτο μαρτυρούσι και τα εισέτι σωζόμενα Ενετικά κτίρια και τα ονόματά των (Υψηλά Αρχοντικά, Μποτσανό κ.λπ. - Μπότσας = Διοικητής).

        Επειδή λοιπόν εδικάζοντο ενταύθα αι υποθέσεις όλου του διαμερίσματος, το δε «δικάζω» εις την γλώσσαν του λαού λέγεται «κρίνω» και το Δικαστήριον «Κρίσις», δια τούτο ωνομάσθη Κρισσά, εκ του «κρίνω».

        Τούτου ένεκα, έπρεπε το «Κρι» να γράφεται με Ι.

        Και, ναι μεν υπάρχει και η γραφή αύτη, επεκράτησεν όμως η γραφή με «η», εκ της αρχαιοτέρας παραδόσεως, ως φαίνεται.

        Κατά τον εκ Κρητσάς καταγόμενον Καθηγητήν Θεολογίας κ. Ζαχαρίαν Λιανάν, ο ανωτέρω Ενετός Διοικητής ωνομάζετο Κριτσάς, δηλαδή είχε επώνυμον Κριτσάς και δια τούτο εκ του επιθέτου του ωνομάσθη η έδρα της διοικήσεώς του Κριτσά.

        Τούτου ένεκα και η ορθοτέρα γραφή του ονόματος Κριτσά είναι το «Κρι» με «ι», όπως το έγγραφον οι παλαιοί εγγράμματοι.

        Η Κρητσά μέχρι του 1912 ήτο Δήμος και περιελάμβανε τα χωρία Τάπες, Μέσα Λακκώνια, Κρούστα, Πρίνα, Καλό Χωριό, Άγιον Νικόλαον και Ελούντα. Το 1912 έγινε Κοινότης και περιελάμβανε τα χωρία Τάπες, Μέσα Λακκώνια, Κρούσταν και τους συνοικισμούς Μαρδάτην και Θεολόγον.

        Κατόπιν απεσπάσθησαν ο Κρούστας και τα Μέσα Λακκώνια και απετέλεσαν ιδίας Κοινότητας.

        Σήμερον η Κοινότης Κρητσάς αποτελείται από την Κωμόπολιν Κρητσάν, το χωρίον Τάπες και τους συνοικισμούς Θεολόγον και Μαρδάτην. Οι Δήμοι ήσαν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

        Αι Κοινότητες καθιερώθησαν από το 1912 και εξής δια τα μέρη τα έχοντα κάτω των 3.000 κατοίκων.

        Οι Δήμοι εξακολουθούν να υφίστανται εις τα μέρη τα έχοντα άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) κατοίκων εξαίρεσιν αποτελούν αι πρωτεύουσαι των Νομών, εις ας επιτρέπεται η σύστασις Δήμων όταν έχουν πληθυσμόν άνω των τριών χιλιάδων (3.000) κατοίκων.

        Αρχαιολογικοί χώροι είναι οι εξής:

α)    Η αρχαία πόλις «Λατώ η ετέρα», κειμένη Βορειοανατολικά της Κρητσάς, εις απόστασιν ημισείας περίπου ώρας.

        Αύτη έχει σπουδαίαν αρχαιολογικήν ιστορίαν. Ήκμασε προμινωϊκώς επί της λιθίνης εποχής, διότι όλη η οικοδομή της είναι από ογκολίθους τετραγωνισμένους.

        Έπειτα κατεστράφη και ανωκοδομήθη κατά τους ιστορικούς χρόνους του Περικλέους και Σωκράτους, ότε εχρησιμοποιήθη και άσβεστος.

        Η καταστροφή της εγένετο από την απέναντι αυτής σύγχρονον πόλιν Δρήρον, εξ αντιζηλίας και εχθρότητος, οι δε επιζήσαντες κάτοικοι αυτής μετεφέρθησαν και ίδρυσαν το πρώτον την Κοινότητα Κρητσάς.

        Εν τη πόλει ταύτη εγένοντο ανασκαφαί κατά το έτος 1900 υπό του
κ. Ιωσήφ Δεμάρ, Διευθυντού της Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και κατά το έτος 1912 υπό του κ. Θεοδώρου Ρεϊνάρ.

β)    Η εκκλησία «Παναγία η Κερά», αγιογραφημένος Βυζαντινός ναός, μεγάλης αρχαιολογικής αξίας.

γ)    Ο «Άγιος Γεώργιος ο Καββουσιώτης», έτερος εικονογραφημένος ναός, μεγίστης σπουδαιότητος.

δ)    Η Μονή «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος», ήτις ήτο παράρτημα της Μονής Τομπλού, ιδρύθη δε περί το 1215 μ.Χ., ένεκα της εξής αιτίας.

        Οι μοναχοί Τομπλού, κατά τους χρόνους των Κομνητών και επί της εποχής των Λατίνων Επισκόπων της Κρήτης, επειδή κατεδιώκοντο υπό των τελευταίων τούτων (των Λατίνων Επισκόπων) έστειλαν ενταύθα ένα μοναχόν, Καλλίνικον ονόματι, όστις έκτισε την Μονήν ταύτην, εν τη οποία κατέφυγον ίνα σωθώσι από την καταδίωξιν.

        Εν τη Μονή ταύτη εύρον πολλάκις καταφύγιον κατά το 1821 και οι αρματολοί και κλέφτες, ως λ.χ. ο Καζάνης, ο Παπα-Γιαμαλάκις, ο Αλεξομανώλης κ.ά.

        Κατά τους χρόνους της δουλείας εχρησίμευσεν ως πνευματικόν κέντρον της Κοινότητος, εν ω εξεπαιδεύθησαν πολλοί, μεταξύ των οποίων ο Σαριδάκης, ο Παπα-Λιανός, ο γέρων Αλεξομανώλης, οι Παπα-Πάγκαλοι και άλλοι.

ε)    Εις απότομος βράχος (δέτης), ύψους 50 και πλέον μέτρων άνωθεν και προς Δυσμάς της Κωμοπόλεως, εκ του οποίου, από πολλών ετών, απεσπάσθη εν τεμάχιον τόσον μέγα, ώστε κατεπλάκωσε και έχωσεν εντελώς μίαν μικράν εκκλησίαν υπό το όνομα «Αγία Φωτεινή», ήτις ήτο εκτισμένη υποκάτω του βράχου.

        Εις τους μετέπειτα χρόνους απεσπάσθησαν επανειλημμένως αρκετά μεγάλοι ογκόλιθοι, χωρίς, ευτυχώς, να επιφέρωσι ουδεμίαν ζημίαν. Από την βάσιν του βράχου τούτου αναβλύζει το ύδωρ μιας πηγής, ήτις ονομάζεται «Επάνω Βρύση», εξ ης υδρεύεται το ήμισυ περίπου των κατοίκων της Κρητσάς.

        Το έτερον ήμισυ ή μάλλον τα 2/3 των κατοίκων, υδρεύονται εξ ετέρας πηγής, ονόματι «Κεφαλόβρυσο», ήτις πηγάζει εκ της Νοτίου πλευράς του αυτού λόφου (πλατύβολο), εκ του ύδατος δε της πηγής ταύτης υδρεύετο πάλαι ποτέ η σημερινή Σπίνα - λόγγα».

        Μνημείον αρχαιολογικόν ουδέν άλλο υπάρχει, πλην τριών λυκήθων (δοχεία πήλινα εναποθέσεως νεκρών) και περί τα 50 διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, πήλινα μικρά δοχεία, άτινα ευρέθησαν εντός δύο τάφων κατά την κατασκευήν του δρόμου του Καθαρού, τα οποία δια πρωτοκόλλου παρεδόθησαν παρά του τότε Προέδρου της Κοινότητος κ. Γεωργίου Ν.Α. Πεδιαδίτου εις τον Έφορον Αρχαιοτήτων Κρήτης κ. Γεώργιον Πλάτωνα και φυλάσσονται εν τω Μουσείω Ηρακλείου.

        Εις θέσιν «Λάκκους» ανευρέθη εσχάτως υπό του ενεργήσαντος τας ανασκαφάς Εφόρου Αρχαιοτήτων Κρήτης κ. Γ. Πλάτωνος και έτερος αρχαίος τάφος, εν τω οποίω, εκτός πηλίνων δοχείων ομοίων προς τα ανωτέρω, ανευρέθησαν και τινά κτερίσματα (σαν χάντρες) μεγάλης αρχαιολογικής αξίας.

        Επίσης, και εις την αρχαίαν πόλιν «Λατώ η Ετέρα», κατά τας ανασκαφάς αίτινες εγένοντο κατά το 1900 - 1912 ανευρέθησαν πολλά αρχαία μνημεία, λ.χ. αγγεία, νομίσματα και άλλα, τα οποία παρέλαβε μεθ΄ εαυτού ο ενεργήσας τότε τας ανασκαφάς Γάλλος κ. Δεμάρ και τα οποία, άγνωστον πού, μετεφέρθησαν.

        Η Κωμόπολις Κρητσά ήτο κατ΄ αρχάς μικρόν χωρίον ή μάλλον συνοικισμός, κτισθείς προ Χριστού, οι δε πρώτοι κάτοικοι αυτού ήσαν, ως λέγεται, λείψανα διασωθέντα εκ της καταστροφής της αρχαίας πόλεως Λατούς, καταστραφείσης, ως γνωστόν προ Χριστού, υπό της αντιζήλου της Δρήρου.

        Το ότι η κωμόπολις συνωκίσθη προ Χριστού, συνάγεται εισέτι και εκ των εξής:

        α)     Διότι υπήρχεν ενταύθα βωμός, όστις μετά την διάδοσιν του Χριστιανισμού μετεβλήθη εις Χριστιανικόν ναόν, «τον του Αφέντη Χριστού ή της Μεταμορφώσεως».

        β)     Διότι, προς Ανατολάς αυτής, εις θέσιν «Κερά» υπάρχει αρχαίος Βυζαντινός ναός, εικονογραφημένος, όστις, καθώς εξηκριβώθη, εκτίσθη επί της εποχής του ιερού Φωτίου, δηλαδή το 860 περίπου μετά Χριστόν.

        Ο ναός ούτος σώζεται και σήμερον υπό το όνομα «Παναγία η Κερά», ήτο δε έδρα Επισκόπου και, δια να είναι τοιαύτη, σημαίνει ότι πλησίον της υπήρχεν αρκετά μεγάλος συνοικισμός, όστις ήκμαζε προ πολλού.

        Εν τη περιφερεία της Κοινότητος υπάρχουσι τρία ιστορικά μέρη, εις τα οποία έλαβον χώραν αξιόλογα ιστορικά γεγονότα.

        Τα μέρη δε ταύτα είναι τα εξής:

        α)    Η «κουτάραντος» ή «κοντάραντος», κειμένη Βορείως της Κωμοπόλεως, παραπλεύρως της αρχαίας πόλεως Λατούς, εν η εγένετο σπουδαιοτάτη μάχη κατά τας αρχάς του Ιανουαρίου του έτους 1823. Η μάχη αύτη διήρκεσε δύο ημερονύκτια, καθ΄ α τρεις περίπου χιλιάδες Χριστιανοί, υπό την αρχηγίαν του Εμμανουήλ Καζάνη, του Μπουζομάρκου και του Αλεξομανώλη, με οπλαρχηγούς τον Χ. Γ. Γιαμάκην, τον Μουρελομανώλη τον Φούρκην, τον Γιανναδάκην, τον Μανούσο Δατσέρη, τον Χάρο, τον Μηλιαρά, τον Μακρή, τον Συμιακό, τον Κοντό, τον Ανδρακό, τον Μυτιληναίο, τον Μακά και τον Κουσκουμπέ, απέκρουσαν τας λυσσώδεις επιθέσεις του Χασάν Πασά, όστις ηγείτο 16 χιλιάδων Τουρκαλβανών και Αιγυπτίων.

        Τέλος, όμως, εξαντληθέντων των πολεμοφοδίων των επαναστατών, ηναγκάσθησαν να υποχωρήσωσι την νύκτα της δευτέρας ημέρας, χωρίς να γίνωσι αντιληπτοί από τους Τούρκους, προς την σκάφην του Μεραμβέλλου και ωχυρώθησαν εις τας κορυφάς της Κεφάλας προς Βορράς των Λακκωνίων, οπόθεν ενόμιζον ότι θα διήρχετο ο Χασάν Πασάς και ητοιμάσθησαν να ανακόψωσι και πάλιν την προς τα επάνω πορείαν του.

        Ο πονηρός όμως Τουρκαλβανός δεν επετάχυνε την προέλασίν του, ως είχεν αφήσει να νοηθή, αλλά παρέμεινε επί τινας ημέρας εις Κρητσάν και αφού έκαυσε και ελεηλάτησε ταύτην, επυρπόλησε και το προς τα Νοτιοδυτικά αυτής ευρισκόμενον μεγάλο δάσος.

        Ταύτα δε έπραξε δια να κατατρομάξη τους επαναστάτας και να προσελκύση την προσοχήν των εις τας φλόγας της καταστροφής, ίνα δυνηθή ευκολώτερον να επιτύχη τον αντικειμενικόν σκοπόν του, όστις ήτο η άλωσις του οροπεδίου Λασηθίου και η προς το Ηράκλειον προέλασίς του, προς τελείαν καταστολήν της επαναστάσεως.

        Αμέσως λοιπόν στέλλει προς το Καθαρόν (όρος), από τα λεγόμενα Κρητσώτικα όρη, δύο χιλιάδες στρατόν, όστις μετέβη εις Λασήθι, έσφαξε και ηχμαλώτισε τα γυναικόπαιδα του Λασηθίου, καθ΄ ην στιγμήν οι αρχηγοί του απουσίαζον εις Μεραμβέλλον, αναμένοντες την εκείθεν διέλευσιν του Χασάν.

        Μετά την καταστροφήν του Λασηθίου, ο Χασάν Πασάς προυχώρησε προς τα Λακκώνια, τα οποία κατέστρεψεν.

        Συνεχίζων την προέλασίν του, έφθασεν εις την σκάφην του Μεραμβέλλου, έκαυσε τα χωρία, Λίμνες, Χουμεριάκο και Βρύσες, έφθασε εις Νεάπολιν, ένθα εστάθμευσεν επ΄ ολίγον και έπειτα επολιόρκησε και εκυρίευσε το σπήλαιον της Μιλάτου, εις το οποίον είχον καταφύγει τα πλείστα των γυναικοπαίδων όλων των χωρίων του επάνω Μεραμβέλλου.

        β)    Εις θέσιν «Σφουγγομάλλη», Βορειοανατολικά της Κωμοπόλεως, υπάρχει σπήλαιον, εντός του οποίου απεκεφαλίσθησαν επί Τουρκοκρατίας περί τα 20 άτομα, άτινα είχον καταφύγει εκεί, ίνα σωθώσιν από τους Τούρκους, μεταξύ των οποίων ήτο και εις ιερεύς, ονόματι Γεώργιος Μιχ. Πάγκαλος, προπάππους, ως λέγεται, του τέως δικτάτορος, Θεοδώρου Παγκάλου.

        γ)    Το Καθαρόν όρος, όπου, κατά την μυθολογίαν, έδρασαν οι Διγενείς Ακρίται.

        Από γενικής απόψεως εξεταζομένη η Κρητσά, έδρασε σπουδαίως επί Τουρκοκρατίας δια των οπλαρχηγών της, Αλεξομανώλη, Αλεξογιαννάκου κ.ά., οίτινες κατέστησαν το φόβητρον των Τούρκων, τούτου δ΄ ένεκα και ελάχισται οικογένειαι Τουρκικαί κατώκησαν εν αυτή.

        Διεξήγαγε κραταιούς αγώνας, δικαστικούς και προσωπικούς, προς τους φεουδάρχας Χανιαλήδες, δια το μεγάλο Κοινοτικό κτήμα του Καθαρού, οι δε κάτοικοί της υπεβλήθησαν εις μύρια βάσανα, διωγμούς, εκτοπισμούς, έξοδα, εν τέλει όμως εξήλθον νικηταί, κερδίσαντες το κτήμα του Καθαρού.

        Εις την περιφέρειαν Κρητσάς, λόγω του βραχέος και ορεσιβίου των κατοίκων, οι Τούρκοι δεν ηδυνήθησαν να επιβληθούν. Μόνον οι Ενετοί κατακτηταί κατώρθωσαν να επιβληθώσιν εις τους τραχείς τούτους κατοίκους, διότι διέγνωσαν εξ αρχής, ότι πρέπει να περιποιώνται αυτούς και κατώρθωσαν να ζήσουν εις την Κρητσάν και να κτίσουν μέγαρα εις θέσιν «Μποτσανό» και «Ψηλά Αρχοντικά», ίχνη των οποίων σώζονται και σήμερον, ως ελέχθη εν αρχή.

        Εις την εποχήν των αρματολών και κλεφτών, ιδίως δε από του 1821 και εξής, δεν υπήρχε μεγάλη αντίδρασις, καθ΄ όσον δεν υπήρχον και πολλοί Τούρκοι οι ολίγοι εναπομείναντες μετά την επανάστασιν διέρρευσαν εις τα κέντρα της Κρήτης, Ηράκλειον, Ιεράπετραν, ιδία δε εις Σπίνα - λόγγαν.

        Επεχείρησαν να μεταβάλωσιν τον ναόν της Αγίας Πελαγίας εις Οθωμανικόν τέμενος και δεν το κατώρθωσαν.

        Κατά το 1821 συνέλαβον την οικογένειαν του Παγκαλοδασκάλου τα στρατεύματα του Μεχμέτ Αλή και, αυτόν μεν κατέσφαξαν, τους δε λοιπούς έστειλαν εις Αίγυπτον αιχμαλώτους, ηλευθερώθησαν δ΄ εκ της αιχμαλωσίας ταύτης, τη επεμβάσει των Χριστιανικών δυνάμεων.

        Εν μέλος δε της αιχμαλωτισθείσης ταύτης οικογενείας, η σύζυγος του Καπετάν Νικολάκη Αλέξη, έπαιξε σημαντικόν ρόλον εις τας υποθέσεις της Κοινότητος Κρητσάς, εξ αιτίας της γλωσσομαθείας, ην απέκτησε κατά την αιχμαλωσίαν της.

        Τον μεγαλύτερον ρόλον έπαιξεν ιδίως κατά την επανάστασιν του 1866, ότε εζητείτο ο αφοπλισμός των κατοίκων υπό των Τουρκικών στρατευμάτων, οπότε συνετέλεσε ώστε να αμβλυθώσιν αι πιέσεις των Τούρκων κατά των Χριστιανών.

        Ο Αλεξογιαννάκος, ο Μοναχός Ιεράς Μονής Θεολόγου Γρηγόριος, ο Γεώργιος Παπαδάκης υπέστησαν φοβερά βασανιστήρια.

        Και οι τρείς ούτοι εκρεμάσθησαν από τα μαλλιά της κεφαλής και έπειτα εμαστιγώνοντο ο μεν Αλεξογιαννάκος, διότι ήτο Αρχηγός των Ελλήνων, ο δε Μοναχός Γρηγόριος, διότι ήτο θερμός υπερασπιστής της Χριστιανικής Θρησκείας και, τέλος, ο Γεώργιος Παπαδάκης, διότι εξώμωσε τον Ισλαμισμόν, ασπασθείς τον Χριστιανισμόν.

        Οι κάτοικοι επλήρωνον τα χαράτσια, τα οποία εισεπράττοντο από τους Μπελημπάσηδες, δηλαδή εισπράκτορας των φόρων.

        Οι Τούρκοι κάτοικοι της Κοινότητος, καθ΄ όλον το διάστημα της Τουρκοκρατίας δεν υπερέβησαν τας δέκα οικογενείας.

        Οι επιφανέστεροι τούτων ήσαν ο Σελήμ Αγάς, ο Μεχμέτ Μπέης, ο υιός του Μουσταφά και άλλοι. Πάντες ούτοι ανεχώρησαν από το 1866 και εξής τμηματικώς, πλην ενός μόνον, του Μουσταφά Χασιρτζή.

        Είχε κτισθή Πύργος παρά την συνοικίαν «Πηγάδα» ή «Μαγγάνια», τον οποίον κατέστρεψεν ο Καπετάν Καζάνης, εκ Λασηθίου, ομού με τους Καπετάνιους της Κρητσάς Αλεξομανώλη, Μπρατικό και Χάρο, έχοντες ως βοηθούς και τον εξ Αβδού Κογιαμπομανούσον και τον Καπετάν Τζαβόλαν εκ Πόμπιας, κατά το 1835 περίπου μ.Χ.

        Ο Πύργος ούτος ωνομάζετο υπό των κατοίκων φονιάς, διότι οσάκις ήθελεν εισέλθει εις αυτόν Χριστιανός τις, δεν εξήρχετο ζων.

        Εντός του Πύργου τούτου, όντος απορθήτου, διεσκέδαζον οι Τούρκοι, ερχόμενοι εκ Χουμεριάκου και από άλλα χωριά της επαρχίας, εν κραιπάλη δε μέθης και οργιώδους καταστάσεως ευρισκόμενοι, εκάλουν πολλάκις εν αυτώ τας Ελληνίδας παρθένους, τας οποίας υπέβαλλον εις μυρίας βασάνους και εξευτελισμούς, δια να κορέσωσι την θηριωδίαν των και ποικίλλωσι τας διασκεδάσεις των.

        Αξιόλογοι μάχαι εγένοντο εις θέσιν «Κουτάραντον» κατά τον Ιανουάριον του 1823, περί ης εγράψαμεν προηγουμένως και κατά το 1866 εις θέσιν «Κουρκουνά» και «Σταυρωμένο» πλησίον εις την Κουτάραντον, ότε και εφονεύθη και ο εκ Κρητσάς Καπετάν Πρατικός.

        Των Επαναστάσεων ηγούντο κατά το 1821 μεν, ο εκ Λασηθίου Καπετάν Καζάνης και ο Καπετάν Αλεξομανώλης εν Κρητσάς, ονομαστός δια τας πολλάς και μεγάλας εθνικάς υπηρεσίας του καθ΄ όλον τον βίον του εναντίον του αχαλινώτου Γενιτσαρισμού των επιδρομέων, κατά δε το 1866, ο Παπα - Εμμανουήλ Πόθος, ο Αλεξογιαννάκος, ο Εμμαν. Ν. Πρατικός, ο Νικόλαος Εμμ. Κοκκίνης, ο Ιωάννης Τζαβόλας και ο Ιάκωβος Μπετούρας και, τέλος, κατά τας μετέπειτα επαναστάσεις και ιδία κατά το 1878, ο Ιωάννης Νικ. Ταβλάς (Καπετάν Γιάννης), ο Παπα - Εμμαν. Πόθος, ο Γεώργιος Αγγελής, ο Λεωνίδας Κλώντζας, ο Γεώργιος Εμ. Πάγκαλος, κοινώς Γραμματικογιώργης, όστις διετέλεσε Δήμαρχος Κρητσάς επί εικοσιπενταετίαν, ο Μιχαήλ Κουτουλάκης, ο Εμμανουήλ Δημ. Μπετούρας, ο Γεώργιος Ατσαλής και άλλοι πολλοί.

        Κατά το 1849 έδρασεν ενταύθα και ο Νικόλαος Τζαβόλας, όστις κατήγετο εκ Πόμπιας, αλλ΄ ενεκατεστάθη ενταύθα, ήτο δε υιός του ο μετ΄ έπειτα αναδειχθείς Ιωάννης Τζαβόλας.

        Η Κοινοτική Περιφέρεια απώλεσε κατά το 1821 μεν περί τους 50, κατά το 1866 δε, περί τους 6 και, τέλος, κατά τους από 1912 - 1923 πολέμους, αι απώλειαί της ανέρχονται εις 4 αξιωματικούς, 10 υπαξιωματικούς και 49 οπλίτας, ων τα ονόματα αναγράφονται χρυσοίς γράμμασιν εν τη στήλη των πεσόντων, ήτις έχει στηθή, δαπάναις της Κοινότητος, εν τη αυλή του Ιερού Ναού των Εισοδείων, πολιούχου της Κωμοπόλεως, δεξιά τω εισερχομένω.

        Η γεωγραφική θέσις του χωριού να βρίσκεται σ΄ ορεινό κι απόκεντρο μέρος, η μη διέλευσις του κεντρικού δρόμου απ΄ αυτό και η ασχολία του μισού σχεδόν πληθυσμού στην κτηνοτροφία, είναι η αιτία που οι κάτοικοι κράτησαν κατά ένα μεγάλο ποσοστό όλες σχεδόν τις παληές εκδηλώσεις της ζωής των.

        Γι΄ αυτό θα δήτε, ότι σε πολλούς ακόμα παραμένει η ενδυμασία της «βράκας» με το σαρίκι ή τον κούκο και πολλές γυναίκες φορούν ακόμα το μαύρο τσεμπέρι και σάκκους και τα τομαρένια στιβάνια.

        Κι ακόμα, θα δήτε, αν τύχετε σε γλέντια τους, σε γάμους ή κηδείες, ότι έχουν κάτι το ιδιάζον και το ξεχωριστό από τα άλλα χωριά.

        Όλα δε αυτά παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο μοτίβο, που καθαρά κτυπά στο μάτι του κάθε ξένου επισκέπτη.

        Όσον αφορά τους γάμους, ιδιαίτερη εκδήλωσιν παρουσιάζουν οι γάμοι των βοσκών. Πρώτα - πρώτα γιατί είναι οι πιο ανεξάρτητοι οικονομικά και έπειτα γιατί κρατούν ακόμη εκείνες τις παληές συνήθειες που ο χρόνος δεν μπόρεσε να αφανίση.

        Την αρχή, βέβαια, την έχουν οι μεσίτρες σε κάθε τέτοιο γάμο είτε είναι με «κλεψά» όπως τον λένε, είτε με βουλή των γονέων.

        Τις μεσίτρες αυτές κι ένας ξένος μπορεί να τις γνωρίση από τις συχνές βόλτες τους στο χωριό και από τα σιγοψιθυρίσματα πότε με την υποψήφια νύφη, πότε με τον υποψήφιο γαμβρό και πότε με τα συμπεθερικά.

        Κι αφού καρποφόρα τελειώσει το έργον της μεσιτείας, θα πάρουν τα συμπεθερικά την νύφη και το γαμβρό και θα κατέβουν στην Πολιτεία για τα «πουσούνια».

        Αυτό το κατέβασμα αποτελεί τις πιο πολλές φορές και τον επίσημον αρραβώνα.

        Ημέρα του γάμου ορίζεται συνήθως Κυριακή ή καμμιά ενδιάμεση ημέρα της εβδομάδος, στην περίπτωση που θα είναι γιορτινή.

        Από την παραμονή θα συγκεντρώνονται οι καλεσμένοι συγγενείς και φίλοι, που θα είναι από τα ξένα χωριά, κρατώντας καθ΄ ένας τους και από ένα «σφακτό» και ένα ακόμη δώρο, συνήθως «φαντό».

        Το γλέντι αρχίζει αμέσως το βράδυ της παραμονής από τους καλεσμένους, που περιέρχονται τα συγγενικά και φιλικά σπίτια, προπορευομένου του Λυράρη και του Νταουλατζή, τραγουδώντας μαντινάδες και φορώντας στο κεφάλι μια πετσέτα παρμένη από τα προικιά της νύφης.

        Αυτό το κάλυμμα το βάζουν πρώτα για να δείξουν πως είναι καλεσμένοι του γάμου κι έπειτα για να δούνε οι χωριανοί τα όμορφα ξόμπλια και τη δύσκολη δουλειά που έκανε η νύφη.

        Την όλη εργασία, βέβαια, που κατέβαλε η νύφη για το φτιάξιμο της προίκας της, θα το πιστοποιήσουν τα συμπεθερικά στο σπίτι του γαμβρού, όπου είναι απλωμένος ο ρουχισμός σε «Κοντάδες» και που μεταφερθήκανε την παραμονή από το σπίτι της νύφης.

        Τα προικιά τα μεταφέρουν οι καλεσμένοι με συνοδεία των ανωτέρω οργάνων, τραγουδώντας τον νυφικόν σκοπόν.

        Αφού γίνη ο γάμος, το γλέντι συνεχίζεται και τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδος, ανάλογα με τα σφακτά που θα έχουν φέρει οι προσκεκλημένοι. Χαρακτηριστικό είναι, στον αντίγαμο που γίνεται την επόμενη Κυριακή, το γύρισμα στο χωριό, από τους καλεσμένους με τη σχετική πετσέτα στο κεφάλι δεμένη «σαρίκι» και τη νύφη και τον γαμβρό στολισμένους τα νυφικά τους.

        Το γύρισμα αυτό στο χωριό γίνεται για να γνωρισθή το ανδρόγυνο και κυρίως η νύφη και που ξεχωρίζει με το «καλαθάκι» στο χέρι να προσφέρη σε κάθε ένα που συναντά και από λίγο «γαμοκούλουρο».

        Συνηθέστατα το κομμάτι αυτό του ψωμιού χρησιμοποιείται από τις νεαρές κοπέλλες σαν μαϊκό, για να πανδρευτούν γρήγορα και τοποθετείται τη νύκτα που κοιμούνται κάτω από το μαξιλάρι τους.

        Στις κηδείες όλα είναι συνηθισμένα με των άλλων χωριών. Εκείνο όμως που ξεχωρίζει εντελώς και που το αντιλαμβάνεται και ο πρώτος επισκέπτης είναι η ολοκληρωτική συμμετοχή στη λύπη της οικογενείας, ανεξάρτητα αν πρόκειται για νεκρό πλουσίας οικογενείας ή πτωχής, ως και η γενική συμμετοχή στη νεκρική πομπή.

        Απαραίτητη δε είναι, μετά τον ενταφιασμόν και από την εξώθυρα του Νεκροταφείου, η διανομή ενός τεμαχίου τυρού ή εληών και ενός ποτού σε όλους της ακολουθίας, για τον μακαρισμόν.

        Το χαρακτηριστικότερο όμως απομεινάρι των παλαιών ευτυχισμένων και χαρούμενων χρόνων είναι τα γλέντια των Απόκρεω.

        Αρχίζουν από το άνοιγμα του Τριωδίου και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέραν. Σ΄ όλες τις συνοικίες του χωριού έχουν ανοίξει οι «χοροί», είναι ένα ευρύχωρο σχετικά καφενεδάκι ή σπίτι που έχει διαρρυθμισθή σε κέντρον χορού με ποικιλόχρωμα σημαιάκια, με μυρτιές, με κομφετί και φώτα. Εκεί μαζεύονται κάθε βράδυ, ύστερα από τις δουλειές και το φαΐ τους, όλοι σχεδόν της συνοικίας και υπό τους ήχους μιας λύρας και ενός νταουλιού ή ενός βιολιού ή ενός μαντολίνου, χορεύουν ακατάπαυστα και μέχρι τις πρωϊνές ώρες όλοι γενικά, κάθε τάξεως και ηλικίας. Εκεί θα δήτε τον πιο φτωχό να κρατή στην «εμπρός μερά» και τον πιο πλούσιο στην «κουντούρα». Την γρηά που την βαραίνουν τα 70 - 80 χρόνια της να χορεύη σαν πούπουλο, χαμογελώντας κάτω από το μαύρο τσιμπεράκι της.

        Στο ίδιο γλέντι και τις μικρές κοπελλίτσες, που τώρα αρχίζουν να παίρνουν επίσημα μέρος σ΄ αυτές τις γιορτές, να χορεύουν δίπλα και κοντά στις γερόντισσες. Χορεύονται όλοι σχεδόν οι χοροί και κατά πλειονότητα οι Κρητικοί, τα σκήπτρα όμως τα έχει ο «πηδηκτός», που θέλει γρηγοράδα, αντοχή και σβελτοσύνη.

        Ανάλογα δε μ΄ αυτά τα προσόντα, θα χειροκροτηθή από τους θαμώνες και ο καλός χορευτής.

        Μετά απ΄ αυτόν τον χορό έρχεται το «Μανά» λεγόμενο, που, αντίθετα από τον πηδηκτό, είναι πολύ σιγανός και τραγουδιστός. Κρατά ένα κορίτσι κι ένα αγόρι με πλεγμένα τα χέρια σε κύκλο και καθ΄ όλη τη διάρκεια του χορού λέγονται μαντινάδες, μια από κάθε ένα του χορού και διαδοχικά.

        Ολοκληρωτική σ΄ αυτά τα αποκρηάτικα γλέντια είναι η συμμετοχή του χωριού τις δύο τελευταίες εβδομάδες, οπότε και τα επισκέπτονται και οι κάτοικοι των γύρω χωριών και της πόλεως οικογενειακά, για να γλεντήσουν κι αυτοί μαζί τους. Οι ξένοι ομάδες - ομάδες επισκέπτονται όλους τους χορούς, τον ένα κατόπιν του άλλου, γι΄ αυτό και το υλικό του κάθε χορού είναι πάντα ανανεωμένο.

        Είναι δε τόση η απλότητα, η άδολη χαρά, το κέφι και η ευχαρίστησις σκορπισμένη μέσα σ΄ αυτές τις μικρές αίθουσες και σχεδόν ανέξοδα, ώστε ποτέ δεν θα ήθελε κανείς να σταματήσουν.

        Ξεκινώντας από τον Άγιον Νικόλαο για την Κρητσά δεν περιμένει κανείς ν΄αντικρύση το πλούσιο πράσινο που την περιβάλλει, γιατί επ΄ αρκετό διάστημα αντικρίζει μόνο τις φτωχές χαρουπιές ριζωμένες στα βράχια.

        Όμως, σαν περάσωμε στο Μαρδάτι, τα μάτια ανοίγουν έκπληκτα και ξεκουράζονται, απολαμβάνοντας ένα όμορφο τοπίο, καταπράσινος κάμπος και στο βάθος το χωριό. Συχνά διακόπτεται το πράσινο της εληάς και της αμυγδαλιάς από κανένα λευκό εξωκκλήσι.

        Δεν είναι ανάγκη να σταματήσωμε στο χωριό που έχει αρπαχτή σαν μεγάλος σκορπιός στο ρίζωμα του βουνού Κάστελλος  θα τραβήξωμε ίσια για τον Θεολόγο. Ανεβαίνοντας με αυτοκίνητο ή με τα πόδια βλέπομε όλο το χωριό, με το παράξενο σχήμα του - ίδιος σκορπιός - και αναρωτιέται κανείς πού χωρούνε 3.000 άνθρωποι, τόσο πυκνά που είναι τα σπίτια του.

        Το ανηφοράκι ίσως κουράζει λίγο, μα ποιος συλλογίζεται τον κόπο, σαν αντικρύσει το ολόλευκο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου;

        Πού να πρωτοκυττάξη κανείς, προς τα πάνω μεγαλόπρεπα φαράγγια πλαισιώνουν με το σκυθρωπό του γκρίζο χρώμα την εκκλησούλα με τα λίγα σπίτια του Συνοικισμού. Η εκκλησία παληά, με μια ασυνήθιστη εσωτερική διαρρύθμιση, είναι μέσα στο δρόμο. Πάντοτε αστράφτει από καθαριότητα μέσα και έξω. Μπροστά της δυό μεγάλοι πρίνοι προσκαλούν τον επισκέπτη στον παχύ και μυρωμένο του ίσκιο. Γύρω από την εκκλησία ευρίσκονται τα σπίτια 2 - 3 οικογενειών.

 Αυτό που κάνει όμως το Θεολόγο μια όμορφη εξοχή που ξεκουράζει τον επισκέπτη, είναι πιο πέρα.

        Δεξιά, πάνω από τον δρόμο, είναι κτισμένα δυό κελιά για τους ξένους, μια ταρατσούλα κι ένα πεζούλι συμπληρώνουν το μέρος για να ξεκουραστή κανείς και να απολαύση τη φύση που απλώνεται μπροστά του. Μια καρυδιά και πρίνοι προστατεύουν το μέρος από τις καυτερές ακτίνες του ήλιου.

        Ακριβώς απέναντι, κάτω από το δρόμο, μια δροσερή πηγή χαρίζει το δροσερό νερό της σε ανθρώπους, ζώα, μέλισσες και κήπους. Κι εδώ πάλι, κάτω από ένα πυκνό πρίνο, μπορείς ν΄ απολαύσης την δροσιά και τον καθαρό αέρα, πλάϊ σε μια ανθισμένη τριανταφυλλιά, μια στέρνα με το νερό της πηγής.

        Είναι ψηλά ο Θεολόγος και από κει το βλέμμα φθάνει μακρυά, στο βάθος φαίνεται ο κόλπος του Μεραμβέλλου. Το μακρυνό γαλάζιο της θάλασσας διαδέχεται το απαλό πράσινο του κάμπου σε όλους τους τόνους.

        Πού και πού ξεπροβαίνει κανένα εξωκκλήσι σαν λευκή πινελιά. Βλέπομε τον αμαξιτό δρόμο που διασχίζει απ΄ άκρη σ΄ άκρη τον κάμπο και ένα ξεροπόταμο, που από ψηλά φαίνεται σαν άσπρο κύμα που σκάει πάνω σε βράχο μιας πράσινης θάλασσας.

        Ώρα πολλή μπορεί κανείς να μείνη θαυμάζοντας το τοπίο που απλώνεται μπρος στα μάτια του, ακούοντας το ελαφρό θρόϊσμα των δένδρων, το κελάρισμα του νερού και το τραγούδι των πουλιών και των μελισσών.

Εν Κρητσά τη 30η Ιουνίου 1954

Η Επιτροπή

Μιχ. Σταυριανάκης, Δ/της Α΄ Δημοτικού Σχολείου Κρητσάς

Ελένη Σκυβάλου, Δ/τρια Β΄ Δημοτικού Σχολείου Κρητσάς

Άννα Λουκάκη, διδασκάλισσα

Δέσποινα Ατσαλάκη, διδασκάλισσα

Ιωάννης Κυπριώτης, διδάσκαλος

Αικατερίνη Κουτσάκη, διδασκάλισσα

Αλεξάνδρα Γιούργου, διδασκάλισσα

Μαρία Κτιστάκη, διδασκάλισσα

Ιωσήφ Αν. Πάγκαλος, Πρόεδρος Κοινότητος

Εμμαν. Κοκκίνης, υπάλληλος Κοινότητος

Μαρίκα Παγκάλου, υπάλληλος Κοινότητος

 

Ακριβές αντίγραφον

Εν Κρητσά, τη 30-6-1954

Ο Δ/της του Α΄ Δημοτικού

Σχολείου Κρητσάς

 

Σφραγίδα

Υπογραφή

Σταυριανάκης Μιχαήλ


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - Ο ΣΧΟΙΝΟΠΟΙΟΣ Ν. ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΗΣ

  ΚΡΙΤΣΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ Σχοινοποιός, ένα παραδοσιακό επάγγελμα και ο Κριτσώτης Νικόλαος Σκουλικάρης Όσο γυρνάμε προς τα πίσω, επαγγέλματα, ...