Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ

 

 

ΜΙΚΡΑ ΨΗΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η στάχτη της γιαγιάς , το μπουγαδοκόφινο

και τα σαπουναριά της Κριτσάς


 

Σαπούνια  ΚΝΩΣΣΟΣ και η ξύλινη σφραγίδα

 Ας γυρίσουμε πίσω το χρόνο στις γιαγιάδες, στις προγιαγιάδες μας ή ίσως και στις μανάδες μας, εμάς των μεγαλύτερων και ας θυμηθούμε το πλύσιμο των ρούχων, στο χέρι ή  με την μπουγάδα.

Μπουγάδα (η), είναι όρος προερχόμενος από τη Βενετία (bugada) και σημαίνει το πλύσιμο ρούχων ή τα πλυμένα ρούχα.

Μια επίπονη και πολύ κουραστική για τις νοικοκυρές ήταν η μπουγάδα γιατί τότε δεν υπήρχε νερό στο σπίτι και η μπουγάδα έπρεπε να μεταφερθεί από το σπίτι στο πηγάδι και πίσω.


 Ακόμα, τότε δεν υπήρχαν απορρυπαντικά και το πράσινο ή λευκό σαπούνι ήταν το μόνο μέσο καθαρισμού.

Παλαιότερα και από την μπουγάδα , το πλύσιμο των ρούχων γινόταν «με το χέρι», είτε εντός σπιτιού, π.χ. στο πλυσταριό, είτε εκτός σπιτιού σε χώρους με τρεχούμενο νερό π.χ. στη στέρνα ή στο ποτάμι του χωριού.

Αν ανατρέξουμε τα σοκάκια του χωριού μας, θα συναντήσουμε ακόμη και σήμερα έξω από την πόρτα κάποιων σπιτιών, τέτοια πλυσταριά, υπολείμματα της εποχής εκείνης.

Αλλά ας θυμηθούμε τα σύνεργα τα οποία κάθε νοικοκυρά χρειαζότανε για τη μπουγάδα των ρούχων:

 1. Η σκάφη πλυσίματος. 2. Η πλύστρα, ένα ειδικά κατασκευασμένο ξύλο που προσαρμοζόταν στη σκάφη με οριζόντιες εγκοπές για το καλύτερο τρίψιμο των ρούχων. 3. Το μπουγαδοκόφινο, ένα κοφίνι από λυγαριά όπου τοποθετούνταν τα ασπρόρουχα και περιλούζονταν με αλουσά και αθόνερο. 4. Το μπουγαδοτσίκαλο για το ζέσταμα του νερού. 5. Ένα μικρότερο δοχείο ή κουβάς για τη μεταφορά του ζεστού ή κρύου νερού από και προς το μπουγαδοτσίκαλο. 6. Ξύλα για το άναμμα της φωτιάς όπου θα ζεσταινόταν το νερό. 7. Αθομαντήλα, ένα ειδικό ύφασμα χοντρό και ανθεκτικό που το έβαζαν πάνω στο μπουγαδοκόφινο και έβαζαν μέσα άθο, στάχτη από καμένα ξύλα και νερό. 8. Στάχτη από ξύλα, η οποία διαλυόταν με νερό και στη συνέχεια σουρωνόταν μέσα από την αθομαντήλα το καθαρό νερό μαζί με τη χημική ουσία που καθάριζε και άσπριζε τα ρούχα. Αυτό το μείγμα ονομαζόταν αλουσά.

Από την προηγούμενη μέρα  η νοικοκυρά ετοίμαζε τα σύνεργα και τα παιδιά μετέφεραν νερό στο σπίτι.

Από το πρωί άρχιζε με το άναμμα της φωτιάς και ζέσταινε νερό στο μπουγαδοτσίκαλο.

 Έβαζε ζεστό νερό στη σκάφη και με σαπούνι έτριβε τα ρούχα για να καθαρίσουν. Χωριστά πάντα τα άσπρα από τα χρωματιστά και τα μαύρα. Ύστερα τοποθετούσε τα άσπρα στο μπουγαδοκόφινο, αφού φυσικά τους έκανε μια πρώτη πλύση με άσπρο σαπούνι και τοποθετούσε το κοφίνι πάνω στη σκάφη για να σουρώσει η αλουσά.

Όταν γέμιζε το κοφίνι, έβαζε μέσα στην αθομαντήλα στάχτη και στη συνέχεια νερό. Αυτό το διάλυμα διηθιζότανε και περιέλουζε όλα τα ασπρόρουχα, τα οποία έμεναν εκεί για περίπου δύο ώρες και υγραίνονταν με την αλουσά.

Η αλουσά ή αλισίβα, όπως ονομάζεται, χρησιμοποιούνταν από αρχαιοτάτων χρόνων για το καθάρισμα των ρούχων. Οι ουσίες που περιέχει δίνουν στα ρούχα ένα υπέροχο άρωμα καθαριότητας και τα κάνει αφράτα και λαμπερά.

Χώρια άπλωνε τα χρωματιστά και χώρια τα άσπρα. Χρησιμοποιούσε τα κλαδιά των θάμνων για να απλώσει τα ρούχα στον ήλιο για να στεγνώσουν αν βρισκότανε σε ποτάμι.

Αν έπλενε στο σπίτι άπλωνε τα ρούχα  σε απλώστρες δηλαδή σε τεντωμένο σχοινί ή χοντρό σύρμα.

Για να καθαρίζουν καλύτερα τα ρούχα, χρησιμοποιούσαν πέτρες, ξύλα, βούρτσες κ.ά. με τα οποία τα έτριβαν.

 Όταν στέγνωναν, τα μάζευε, τα δίπλωνε όμορφα και τα μετέφερε στα ντουλάπια. Κάποια ρούχα, όπως τα πουκάμισα και τα ρούχα των κοριτσιών, τα σιδέρωνε με σίδερο που λειτουργούσε με κάρβουνα.

Τα χρόνια πέρασαν και το 1907. εφευρέθηκε το πλυντήριο στις ΗΠΑ . Έτσι άρχισαν να ανακουφίζονται οι νοικοκυρές!

 Το πλύσιμο των ρούχων άρχισε σταδιακά να γίνεται αυτόματα, με ανάδευση ρούχων, νερού και απορρυπαντικού, η οποία προκαλείται από την περιστροφή ενός μεταλλικού τυμπάνου.

Κάποιος δηλαδή, συνέλαβε την ιδέα να τοποθετήσει τα ρούχα με νερό σε ένα ξύλινο βαρέλι και να το περιστρέψει με ένα ξύλινο χερούλι.

Επρόκειτο για το πρώτο χειροκίνητο πλυντήριο ρούχων. Στα χειροκίνητα πλυντήρια ρούχων το νερό ζεσταινόταν εξωτερικά (στη φωτιά) και στη συνέχεια έμπαινε στο πλυντήριο μαζί με το σαπούνι.

Αφότου τα ρούχα πλένονταν, έβγαιναν από τη συσκευή, η οποία άδειαζε από το βρώμικο νερό και ξαναγέμιζε με καθαρό νερό, για να γίνει το ξέβγαλμα.

Υπήρχαν ακόμη κύλινδροι οι οποίοι βοηθούσαν στο στύψιμο των ρούχων.

Τα πρώτα χειροκίνητα πλυντήρια ρούχων ήταν κατασκευασμένα από ξύλο και αργότερα από μέταλλο.

Τα μεταλλικά πλυντήρια μπορούσαν να έχουν από κάτω φωτιά για να κρατάει το νερό ζεστό σε όλη τη διάρκεια της πλύσης.

Το 1884 επινοήθηκε το πλυντήριο που ζέσταινε το νερό με καύσιμο το υγραέριο.

Στη σημερινή εποχή η λέξη «πλυντήριο» χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στη συσκευή η οποία πλένει τα πιάτα ή τα ρούχα.

Στις μέρες μας, το πλυντήριο ρούχων, είναι μια σύγχρονη αυτόματη ηλεκτρική οικιακή συσκευή, που δεν έχει καμία σχέση με τα πρώτα και χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των ρούχων και των υφασμάτων.

 Για να επιτευχθεί το τελικό αποτέλεσμα γίνεται χρήση ζεστού νερού και απορρυπαντικών, σε σκόνη ή σε υγρή μορφή.

Με το πέρασμα των χρόνων η συσκευή του πλυντηρίου εξελίχθηκε τόσο ως προς την εμφάνιση, όσο και ως προς τη λειτουργία και αυτή η εξέλιξη συνεχίζεται ακόμη.

Το πλυντήριο χρόνο με το χρόνο κατέκτησε σχεδόν όλα τα νοικοκυριά στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο.

Η στάχτη από τα παλιά και οι χρήσεις της

 

Στον τοίχο, πίσω από το μνημείο του Λυσικράτη, στην Αθήνα, υπάρχει η παρακάτω  επιγραφή.  

Λοιπόν, το 1890 η στάχτη ήταν τόσο χρήσιμη, ώστε πουλιόταν χοντρικώς και λιανικώς, με εγγύηση για την ποιότητά της.

Τα παλιά νοικοκυριά χρησιμοποιούσαν  το νερό της βροχής και τη στάχτη κι έφτιαχναν την αλισίβα ή σταχτόνερο.

Οι νοικοκυρές που έφτιαχναν το δικό τους σαπούνι, χρησιμοποιούσαν επίσης αλισίβα για να φτιάξουν την ποτάσα, που ήταν απαραίτητο συστατικό του.

Η στάχτη έχει πάνω κάτω τις ίδιες ιδιότητες με τη μαγειρική σόδα. Άλλωστε η σόδα φτιάχνεται από στάχτη.

Το σταχτόνερο χρησιμοποιούνταν στη λάτρα του σπιτιού, γιατί δεν του αντιστεκόταν κανένας λεκές.

Η στάχτη και το πράσινο σαπούνι ήταν για χρόνια όπλα της νοικοκυράς.
Το σταχτόνερο χρησιμοποιούταν στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική.

Να κάποιες άλλες χρήσεις της:

Μούλιαζαν τα όσπρια από βραδύς σε σταχτόνερο, για να μαλακώσουν και να βράσουν εύκολα την άλλη μέρα.

Έβαζαν σταχτόνερο στο ζυμωτό ψωμί και στα γλυκά με ζύμη, γιατί η στάχτη εκτός του ότι είναι φυσικό διογκωτικό, έδινε ξεχωριστή νοστιμιά.

Μέσα σε στάχτη έκρυβαν πολύτιμα αντικείμενα, για να τα προστατέψουν από την υγρασία. Επίσης μέσα σε στάχτη διατηρούσαν τρόφιμα.

Χρησιμοποιούσαν σταχτόνερο στην ατομική υγιεινή: για άσπρισμα των δοντιών, για καθαρισμό προσώπου, καθώς και στο λούσιμο, αντί για σαπούνι, σε συνδυασμό με ξιδόνερο, που δίνει λάμψη στα μαλλιά.

Για τις πληγές, το σπιτικό αντισηπτικό και επουλωτικό ήταν σταχτόνερο με πράσινο σαπούνι.

Οι χρήσεις της στάχτης ήταν αμέτρητες. Αυτό το αγνό υλικό αντικαταστάθηκε από διάφορα εξειδικευμένα, χημικά και ακριβότερα προϊόντα.

Σήμερα κάποιοι που έχουν τζάκι και γνωρίζουν, φροντίζουν να μη ρίχνουν στη φωτιά χαρτιά, αποτσίγαρα ή άλλα διάφορα, για να μαζέψουν την καθαρή στάχτη του καμένου ξύλου.

Υποστηρίζεται  ότι το σαπούνι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στο νησί της Λέσβου. Σε εκείνο το νησί ελάμβαναν χώρα θυσίες ζώων προς τιμήν των θεών.

Επειδή συχνά τα συγκεκριμένα ζώα αποτεφρώνονταν, στάχτες από σκληρό ξύλο συγκεντρώνονταν.

Περνώντας τα χρόνια, οι συγκεκριμένες στάχτες αναμειγνύονταν με τα υπολείμματα των θυσιασθέντων ζώων.

Λέγεται πως μετά από μια δυνατή βροχή εμφανίσθηκε ένα κίτρινο περίσσευμα από το βουνό των σταχτών και βρήκε το δρόμο κάτω από το λόφο όπου βρισκόταν ο ναός.

 Οι ντόπιες γυναίκες, πλένοντας τα ρούχα τους στο τοπικό ποτάμι, πρόσεξαν ότι τα ρούχα τους ήταν καθαρότερα όταν το ποτάμι ήταν κιτρινωπό.

Το σαπούνι το φτιάχνανε μόνες τους οι νοικοκυρές.

Εβάζανε τρεις οκάδες λάδι, έξι οκάδες νερό (αλυσίβα) και μισή οκά σπίρτο του σαπουνιού (καυστικό νάτριο).

Μάζευαν το λάδι από τον πυθμένα των βαρελιών ή των πιθαριών που είχε και μούργα για να μην πάει χαμένο και το χρησιμοποιούσαν για το σαπούνι τους.

 Επίσης   υπολείμματα από καθαρό  λάδι που συλλέγανε από  τηγάνισμα, ή από το ίζημα (κατακάθι) του ελαιολάδου το οποίο παίρνουμε 3-4 μήνες μετά την παραγωγή του.

Γενικά χρησιμοποιούσαν κάθε λάδι που είχαν στη διάθεσή τους το οποίο σουρώνανε πριν το χρησιμοποιήσουν, ακόμα και ζωικά λίπη, κυρίως από χοιρινό!

Το βράζανε και το ανακατεύανε μέχρι να γίνει παχύρευστο σε βαθμό που να μπορεί να κρατηθεί όρθιο το ξύλο που το ανακατεύανε.

Μετά το βάζανε σε καλούπια και άμα εκρύωνε στερεοποιείτο και το κόβανε πλάκες. Το βράζανε σε γκαζοτενεκέδες γιατί αν το βράζανε σε χάλκινα τσικάλια τα ξεγάνωνε το σπίρτο…

Οι επαγγελματίες σαπουνάδες της Κριτσάς.

Σαπουνάδες ονομάζονταν οι τεχνίτες που περνούσαν από τα σπίτια και έπαιρναν τα παλιά και "χοντρά" λάδια που ήταν ακατάλληλα για διατροφή, τα επεξεργάζονταν και παρασκεύαζαν σαπούνια.

Στη συνέχεια παρέδιδαν τα σαπούνια αυτά στα ίδια σπίτια, σε ποσότητα ανάλογη με το λάδι που είχαν λάβει.

Τα πρώτα χρόνια με μια γαζοντενέκα στη χέρα πήγαινα στα σπίτια κι έπαιρναν τα λάδια προς σαπουνοποίηση.

Τα μετέφερναν σε κάποιο χώρο κυρίως του σπιτιού τους, (αυλή, αποθήκη) κι εκεί γινόταν η όλη διαδικασία της παρασκευής του σαπουνιού.

Αργότερα φόρτωναν δοχεία ή ασκιά στα γαϊδουράκια και γυρνούσαν από πόρτα σε πόρτα τόσο στην Κριτσά αλλά έφταναν και πιο πέρα (Κρούστα, Τάπες, Λακώνια, Πρίνα, Καλό Χωριό) και σε άλλα πιο μακρινά χωριά.

Με το πέρασμα των χρόνων και με την κυκλοφορία τρίκυκλων μοτοσυκλετών, ασκούσαν το επάγγελμα του σαπουνά πιο άνετα, πιο γρήγορα και πιο άκοπα! Οι ποσότητες και οι αποστάσεις δεν τους ήταν πια εμπόδιο.

Από παιδί ενθυμούμαι στην ανθούσα, πολύβουη και πολυάριθμη τότε Κριτσά, κάποιους χωριανούς μας, να ασκούν το επάγγελμα του σαπουνά:

 1. Το Μανώλη Ψύλλο, είχε το σαπουναριό του σε αποθήκη, δίπλα στον Αφέντη Χριστό.

  

O Mανώλης Ψύλλος

2. Τον Κωστή Μαστορή, με σαπουναριό σε χώρο του σπιτιού του στον Παλαίμυλο.

Οι ανωτέρω διέθεταν αργότερα και τρίκυκλη μηχανή για τις ανάγκες της δουλειάς τους.



Ο Κωστής Μαστορής και η μηχανή του

3. Τον Πέτρο  Κουτουλάκη,  κι αυτός παρασκεύαζε σαπούνι σε χώρο του σπιτιού του, απέναντι από την είσοδο του  Παιδικού Σταθμού του χωριού μας.

4. Επίσης ο Μανώλης Δατσέρης μαζί με  το Μιχάλη Ατσαλή του Ατσαλαντώνη,  με την τρίκυκλη μηχανή του περιφέρονταν σε Κριτσά και πιο πέρα και μάζευαν λάδια για σαπουνοποίηση.

Γνώριμη μού είναι η εικόνα να κρέμεται μια πάνινη τσάντα στον ώμο τους γεμάτη σαπούνι  και να γυρνούν από πόρτα σε πόρτα, είτε για να το πουλήσουν στις νοικοκυρές, είτε για  να τους το παραδώσουν όπως είχαν συμφωνήσει, για την ποσότητα λαδιού που τους είχαν δώσει.

Άλλος ένας Κριτσώτης, που έμεινε γνωστός για το «πονηρό» εμπορικό του πνεύμα και ο οποίος υπήρξε πλανόδιος έμπορος, ο Σταυρής Πρατικός, ανάμεσα στα είδη προς πώληση είχε και οι πλάκες από σαπούνι της εποχής.

5. Σπουδαίοι βέβαια έμποροι λαδιού και σαπουνάδες υπήρξαν οι έχοντες την καταγωγή εκ Κριτσάς, (Νίκος και Θοδωρής Μπρόκος) ,οι οποίοι παντρεύτηκαν από το ελαιοπαραγωγικό χωριό τις Μάλλες Ιεράπετρας.

Η Ιστορία της σαπωνοποιίας της οικογένειας Μπρόκου

Σε έκθεση λαδιού, ο Γιάννης Μπρόκος (υιός)

Ο Νικόλαος Μπρόκος με τις μούργες

Η εταιρεία σήμερα εκπροσωπείται από τα παιδιά του Νικολάου Μπρόκου και η οικογενειακή ενασχόληση με την παράγωγη σαπουνιών ελαιολάδου ξεκινάει από τον παππού τους  το 1911, από την Κριτσά του νομού Λασιθίου, όπου και ζούσε.

Στα χωριά της Κρήτης τότε παρήγαγαν και χρησιμοποιούσαν στην κουζίνα τους μόνο ελαιόλαδο.

Σε μια μικρή αποθήκη τότε ο παππούς  (Εμμανουήλ Μπρόκος) ξεκίνησε μαζεύοντας παλιά ελαιόλαδα από σπίτια στα γύρω χωριά που είχαν ξεμείνει από παλαιότερες σοδειές και δεν είχαν προλάβει να τα καταναλώσουν.

 Στην συνέχεια σαπωνοποιούσε αυτά τα λάδια σε ένα βαρέλι χωρητικότητας 150kg το οποίο θέρμαινε από κάτω ανάβοντας φωτιά με ξύλα.

Όλα τότε γινόντουσαν χειρονακτικά, μετά την σαπωνοποίηση το σαπούνι που ήταν ακόμα ζεστό σε υγρή παχύρευστη μορφή το έριχνε κάτω σε ένα μεγάλο καλούπι από ξύλινες τάβλες το οποίο άφηνε μερικές μέρες  μέχρι να ξηρανθεί και να μετατραπεί σε στέρεα μορφή.

Κατόπιν με ένα μακρύ μαχαίρι με ξύλινη λαβή έκοβε το σαπούνι σε πλάκες και τις σφράγιζε χειρονακτικά με μια ξύλινη σκαλιστή σφραγίδα. Πουλούσε τα σαπούνια του ως πλανόδιος σε διάφορες περιοχές της Κρήτης.

Ο καρνάβαλος του 1963
                    Ο γιός του Νικόλαος Μπρόκος μεγαλώνοντας ξεκίνησε να βοηθάει τον πατέρα του πάνω στην                 δουλειά και να την μαθαίνει. Το 1955 συνέχισε αυτό το επάγγελμα μόνος του πλέον σε ένα άλλο ορεινό χωριό της Κρήτης (Μάλλες Ιεραπέτρας).

Το 1972 μετακόμισε στην Αθήνα και το 1975 έστησε εκεί το πρώτο μικρό εργοστάσιο αγοράζοντας κάποια μεταχειρισμένα μηχανήματα σαπωνοποιίας αύξησε  την δυνατότητα παραγωγής και άρχισε να εξαπλώνεται στην Ελληνική αγορά, με βοηθούς τους μικρούς τότε γιούς του.

Με τα χρόνια  και λόγο της αυξανόμενης ζήτησης το μικρό εργοστάσιο πλέον δεν μπορούσε  να την καλύψει και έτσι το 1989 μεταφερθήκαμε σε ένα νέο χώρο στην βιομηχανική περιοχή Οινοφύτων Βοιωτίας με νέα μεγαλύτερη γραμμή παράγωγης.

Το 2002 ο Νικόλαος Μπρόκος απεβίωσε και από τότε συνεχίζουν τα παιδιά του.

Πλέον η σαπωνοποίηση  γίνεται σε  2 μεγάλες ανοξείδωτες δεξαμενές χωρητικότητας συνολικά 20 τόνων οι οποίες θερμαίνονται με κύκλωμα ατμού, η ξήρανση του σαπουνιού μετά την σαπωνοποίηση  επιτυγχάνεται σε μικρό χρόνο μέσω μηχανήματος vacuum (σε κενό αέρος) όπου αφαιρεί την υγρασία αυτόματα και το μετατρέπει από υγρή μορφή σε στερεά.

Τα μηχανήματα και γενικά ο εκσυγχρονισμός  βοήθησε στην αύξηση της δυνατότητας παράγωγης και κυρίως στην ταχύτερη μορφοποίηση και συσκευασία των σαπουνιών, όμως η συνταγή και η μέθοδος σαπωνοποίησης που είναι το πιο βασικό στην ποιότητα του σαπουνιού παραμένει η ίδια από την εποχή του παππού Μανώλη Μπρόκου, του Κριτσώτη.   


Ακολουθώντας πάντοτε πιστά τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής τα σαπούνια ελαιολάδου ΚΝΩΣΣΟΣ, είναι εξαιρετικής ποιότητας και δεν περιέχουν χημικά συντηρητικά ή χρωστικές ουσίες.

Σε αυτά μπορεί να προστεθούν διάφορα αρώματα ή και βότανα όπως χαμομήλι, λεβάντα, αλόη, γιασεμί κ.τ.λ.

Είναι ένα φυσικό προϊόν που παρασκευάζεται 100% από λιπαρά ελαιολάδου.

Η φυσική του προέλευση και τα αγνά συστατικά του καθιστούν το φυσικό σαπούνι ελαιολάδου το πλέον υγιεινό και ιδανικό προϊόν καθαρισμού.

  

Το τέλος των παραδοσιακών σαπουνάδων

Με  το πέρασμα των χρόνων κυκλοφόρησαν στην αγορά οι σκόνες του πλυντηρίου, τα πλυντήρια, τα σαμπουάν, τα αφρόλουτρα, τα αρωματικά σαπούνια.

 Ο κόσμος επειδή αυτά είχαν καλύτερη εμφάνιση  και ευκολία στη χρήση, αγόραζε και χρησιμοποιούσε αυτά για τις ανάγκες του.

Έτσι το τοπικό αγνό παλιό σαπούνι, σταμάτησε να μπαίνει στα σπίτια αφού και  οι νοικοκυρές αλλά και οι επαγγελματίες σαπουνάδες δεν είχαν πέραση πια.

Άλλο ένα παλιό επάγγελμα, εκείνο του σαπουνά έσβησε, όπως και τόσα άλλα.

Εν τούτοις μια ομάδα ανθρώπων προτιμά το τοπικό σαπούνι στις μέρες μας , όχι πια για να πλύνουν τα ρούχα τους, αφού υπάρχουν τα πλυντήρια, αλλά για να πλυθούν ή λουστούν  οι ίδιοι ή για να πλύνουν έστω κάποιο ρούχο στο χέρι.           

 Γιάννης Κ. Ταβλάς Συνταξιούχος δάσκαλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - Ο ΣΧΟΙΝΟΠΟΙΟΣ Ν. ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΗΣ

  ΚΡΙΤΣΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ Σχοινοποιός, ένα παραδοσιακό επάγγελμα και ο Κριτσώτης Νικόλαος Σκουλικάρης Όσο γυρνάμε προς τα πίσω, επαγγέλματα, ...