Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Για όσους δεν επιζούν, ας είναι η μνήμη τους αιωνία!


 

Η ΚΡΗΤΣΑ ΜΑΣ, ΣΕ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ!


Διήγηση-περιγραφή

Αικατερίνης Γ. Κουτάντου – Φιρφιράκη, το έτος 2004





Ναι η Κρητσά μας είν’ όμορφη κι έχει πολλά σοκάκια,

δυσκολοπέραστα στενά και παλαιά σπιτάκια.




Που στεγασμένα τάχουνε με όμορφα δοκαράκια

και έχουνε και τσι γωνιές καλοκτισμένα τζάκια.


Και παραθιές με το πηλό, ομορφοκαμωμένες

και τσείχανε με τσι βουτσές πιτήδεια αλειμμένες.


Χάμε όλα τα δάπεδα ήτανε χωματένια

με τσι βουτσές τάχαν κι αυτά όλα καλαλειμμένα

και διαρμισμένα τάχανε καλοπαρασυρμένα.


Στον Αλμυρό πηγαίνανε τα βούρλα και εσύρναν

και παρασύρες πλέκανε με αυτά και παρασύρναν.


Καναπελίκια όμορφα είχαν τσοι καναπέδες

και μαξελάρες όμορφες και πιτηδειοσασμένες

που στα ’ργαστήρι τσείχανα όμορφα ξωμπλιασμένες.


Είχαν κρεβάτια παλαιά και ομορφοσασμένα

με τα καρπέδια τα παλιά τάχαν καλοστρωμένα

και με τσοι κρεβατόγυρους όμορφα στολισμένα.


Και μαξελάρια όμορφα και πιτηδειοραμμένα

με τα πλεκτά τα όμορφα και καλοκεντημένα.


Στο σταμνατάτι είχανε κουρούπες λαϊνάκια

και κρεμασμένα είχανε όμορφα προσωμάκια.


Και στα δοκάρια είχανε κοντάδες κρεμασμένες

και είχαν βελέντζες ξωμπλιαστές και καλοφουντωμένες.


Και είχαν λουράτα όμορφα χιράμια κρεμασμένα

με τα πλεκτά τα όμορφα και καλοφουντωμένα.


Είχαν και ράφια όμορφα τσοι τοίχους τους βαρμένα

και στα δοκάρια τάχανε καλοστερεωμένα

και με πλεκτά παλαιεινά τάχανε στολισμένα.


Και είχανε πιάτα παλαιά, όμορφα ταιριασμένα

και είχαν κεσέδες ξωμπλιαστούς, φλυτζάνια φαρφουρένια

και κρασονεροπότηρα σειρά - σειρά βαρμένα.











Και αποκάτω είχανε πετσέτες κρεμασμένες

που στ΄ αργαστήρι τσείχανε όμορφα ξωμπλιασμένες

με ξώμπλια όμορφα, παλιά και καλοπλεκτωμένες.


Και είχαν καρφίκτη παλαιό στον τοίχο κρεμασμένο

με φιόγκους όμορφους, καλούς, τον είχαν στολισμένο.


Και προσωμάκια ξωμπλιαστά λοξά λοξά βαρμένα

και σακκουλάκια όμορφα και καλοξωμπλιασμένα.


Στα μεσοδόκια είχανε καρφάκια καρφωμένα

και καλαθάκια όμορφα είχανε κρεμασμένα.


Και είχαν κουμπάνιες λαδερές, σταρένια ντακουλάκια

και καρυδάκια διαλεκτά κι αθάλια αμυγδαλάκια.


Όμορφα κοκκινόμηλα, κυδώνια μυρισμένα

και διαλεκτά χειμωνικά, κρεμαντολιές τα δέναν

και στα δοκάρια όμορφα τάχανε κρεμασμένα.

Απού τα όρη τάφερναν και ήταν σοδειά δικήν τους

και το χειμώνα τάχανε και πίναν τη ρακήν τους.


Κρομμύδια, σκόρδα τάχανε πλεκτές καλοπλεμένες

και τσείχανε στο μαγεριό, όμορφα κρεμασμένες.


Και είχανε παστοφάσουλα καλομπελονιασμένα

στο μαγερειό τάχαν κι αυτά, όμορφα κρεμασμένα.


Και ίντα καλά δεν είχανε τα παλαιά σπιτάκια

λύχνους καλούς, παλαιεινούς και όμορφα φενεράκια.


Σοφράδες όμορφους, παλιούς, πρινοπελεκημένους

στον τοίχο τσείχανε κι αυτούς, όμορφα κρεμασμένους.


Είχανε και μολυβωτά και πήλινα τσιικάλια

και πρίνερα πελεκητά, όμορφα βερνεγάδα,

που κάναν το λαδόψωμο και βάναν και το γάλα.


Και είχαν λουστάρια πρίνερα, καλοπελεκημένα

και κειά τα ρούχα επλύνανε και ήσαν καλοπλυμένα.


Και στα κοφίνια τάβαναν και κάναντα μπουγάδα

και ήσαν μοσχομυριστά και άσπρα σαν το γάλα.


Και είχαν μοσόρες παλαιές και όμορφα σκουτελάκια

των κοπελιώ εβάνανε εκειά τα λαζανάκια.


Μπουχλίτσες είχανε παλιές λαϊνες κρεμασμένες

με τσι μπογιάδες τσι παλιούς τσείχανε πλουμισμένες.


Και τυλιγάδια είχανε τσι τοίχους κρεμασμένα

και είχαν και στην αρδακτερή αρδάκτια ταιριασμένα.


Και είχαν και μια φουσκόροκα και αυτή εκειά κρεμασμένη

με καλαμάκια όμορφα την είχανε πλεμένη.


Και είχαν τσι τοίχους πρίνερες σανίδες κρεμασμένες

πιτήδεια χέρια τσείχανε καλοπελεκημένες.


Και είχαν και τα ξυλίκιαντος και αυτά πελεκημένα

που κάναν τα λαζάνιαντος τα ομορφοσκιφισμένα.


Και είχανε και ένα καφκί, πομέσα από το τζάκι

και κρεμασμένο τόχανε και βάνανε ταλάτσι.


Και είχαν κουτάλες ξύλινες στο τζάκι κρεμασμένες

τσείχαν με τον ασφένταμο καλοπελεκημένες

και με ξωμπλάκια σκαλιστά τσείχανε πλουμισμένες.


Κουταλοθήκες όμορφες και αυτές πελεκημένες

με τα γαλατοκούταλα όμορφα στολισμένες.


Και μια θυρίδα είχανε ακόμη και στο τζάκι

και εκειά μέσα εβάνανε το λαδομουζουράκι.


Και έχουν χρυσαφικά πολλά στοι τοίχους τος κτισμένα

που κινδυνεύει να τα βρεις την σημερινή ημέρα.


Και κουρουπάκια έχουνε μικιά - μικιά γεμάτα

πολλώ λογιώ χρυσαφικά και Αγιοκωσταντινάτα.


Που είναι ανεκτίμητα και έχουν μεγάλη αξία

μες το νερό τα βάνουνε και κάνουν τα προζύμια.


Και έχουν κοσάρια παλαιά μικιούλια κοσαράκια

των κοπελιών τα δένανε όμορφα στα χεράκια.


Έχουν φλουριά βενέτικα, λίρες, ναπολεόνια

και μαμουδιέδες όμορφους με τα καλά μποτόνια

απού χωσμένα τάχουνε εκατοντάδες χρόνια.


Έχουν λοΐγια κόκκινα, έχουνε και ασήμι

έχουν και ριάλια παλαιά, μα έχουνε και μπακίρι.


Την καμεράντος είχανε όμορφα διαρμισμένη

με τσι βουτσές την είχανε και αυτή καλαλειμμένη.


Και είχανε σειρά σειρά πιθάρια ταιριασμένα

και με τσι πιθαρόπλακες τάχανε σκεπασμένα

και τα κοφίνια όμορφα απάνω κειά βαρμένα.


Και βάνανε τα ρούχαντος τα καλοραμμένα

με πισωκέντι τάχανε στα χέριαντος ραμμένα.


Καλοπλυμένα τάχανε χλωροκοπανισμένα

και διπλωμένα όμορφα, σαν τα σιδερωμένα.


Τσι ρουνανάπλες ράφτανε, παλέτσες τις εκάναν

στάρι, κριθάρι, αμύγδαλα μέσα εκειά τα βάναν

και ελέγανε « στάρι, κριθάρι, αμύγδαλα

εβγάλαμε μια μπαλέτσα».


και κοφινίδες είχανε, παλιές, καλοπλεμένες

και βάναν τσι κουλούρες ντος τσι κριθοζυμωμένες.

Είχανε και χαρκώματα τσι τοίχους κρεμασμένα

και τα μυζηθροκούρουπα μυζήθρα γεμισμένα.


Και είχανε και τα παλιά τα μελοκουρουπάκια

που μέσα μέλι εβάνανε και τάχανε στα τζάκια.


Είχανε και ζυγάλετρα νιόλουρα κρεμασμένα

και ζέφνανε τα βούγιαντος και έσπερναν τα σπαρμένα.


Είχανε και στην κάμερα δραπάνια κρεμασμένα

που με κειανά θερίζανε και κόβαν τα σπαρμένα.


Είχαν και το βολόσυρο σταλώνι τονεβάναν

τα βούγια τον εσύρνανε και τα σπαρμένα εκάναν.


Είχανε και χερόμυλο πετροπελεκημένο

σε μια γωνιά τσι κάμερας τον είχανε στεμμένο.


Είχανε και ταργαστηριού μόμπιλα φυλαμένα

είχαν και τα μυτόχτενα που βάναν και εφαίναν.


Είχαν και τα ρασίδιαντος στο στύλο κρεμασμένα

καλοραμμένα, όμορφα, καλογαϊτανωμένα.


Και κρεμασμένο είχανε εκειά και τον αμπά ντος

που το χειμώναν βάναντον και πηαίναν στα οζάντος.


Είχαν πανιέργια όμορφα τσι τοίχους κρεμασμένα

που με τσι ράπες του σταριού τάχαν καλοπλεμένα

και είχανε σχέδια καλά, με τσι μπογιές βαμμένα.


Είχανε και κονίσματα στον τοίχο κρεμασμένα

με άσπρο πανί μεταξωτό τάχανε σκεπασμένα.


Και είχανε και στα στενά τσις εγωνιές βαρμένα

φενέρια όμορφα, παλιά είχανε κρεμασμένα.


Και είχανε και ένα άνθρωπο που εβάστανε μια σκάλα

και βάστα και ένα λαδικό που είχενε μέσα λάδι.


Και κάθε βράδυ γύριζε αυτός για να τανάβει.

Ήβανε λάδι μπόλικο και ήβανε και ένα φτίλι

και τάναφτε και φέγγανε τη νύκτα στο σκοτίδι.


Μα τα βγοδόματα που γράφω εδώ, καλά να συντηρείτε

στο σπίτι σας να τάχετε και να μην τα πουλείτε.


Και τα σπιτάκια τα παλιά, και αυτά να συντηρείτε

ούτε να τα γκρεμίζετε, ούτε να τα πουλείτε.


Γιατί είναι θησαυροί πολλοί τσι τοίχους τος κτισμένοι

όμως δεν τσι κατέχομε και πάνε χαϊμένοι.


ΝΑ ΠΩΣ ΕΣΤΟΛΙΖΑΝΕ ΤΣΙ ΝΥΦΑΔΕΣ




















Έχει και σπίτια παλαιά, με οντάδες και σοφάδες

και τα προικιά κρεμούσανε απάνω τσι κοντάδες

και εκειά στολίζαν τσοι γαμπρούς μαζί και τσι νυφάδες.




















Με σακκοφίστανα καλά στολίζαν τσι νυφάδες

με τσι δαντέλες τσι καλές και με τσι χαρπαλάδες.


Σακκάκια τοσεβάνανε με τα πολλά πλετάκια

και ήσανε οι μέσεστος σαν τα δακτυλιθάκια.


Και βάναν και τσι μπέτες τος όμορφα κοσαράκια

και στο λαιμό εβάνανε μποτόνια μαμουδιέδες

λύρες χρυσές καβαλαρές στα αυτιάντος κρεμασμένες

και μια πεντόλιρα χρυσή στο μπέτι κρεμασμένη.


Σάλπες ολομετάξωτες με τσι σγουρένιες μπόλιες

εβανάντος στη κεφαλή και ήσανε σαν τις βιόλες.


Στη μέση τοσεβάνανε ποδιές καλοραμμένες

που οι νυφάδες τσείχανε όμορφα κεντημένες.


Και ένα μαντήλι όμορφο στη ζέπηντος βαρμένο

που οι νυφάδες τόχανε όμορφα κεντημένο.


Και στιβανάκια κίτρινα όμορφα εφορούσαν

και σαν τις πετροπέρδικες όμορφα περπατούσαν.


Και καλαθάκι όμορφο στη χέρα περασμένο

σταρένιο γαμοκούλουρο τοστόχαν γεμισμένο.


Οι ανθρώποι επεριμένανε τη νύφη να περάσει

στα δώματα που στέκανε κουλούρι να πετάξει.


ΝΑ ΠΩς ΕστολΙζανΕ τσοι γαμπρΟΥς



Και τσι γαμπρούς εβάνανε τερτζίστικα γελέκια

βράκες καλές και όμορφες και καλοπλετιασμένες

τσι ποδαρές τους είχανε καλογαϊτανωμένες.


Ζώνες μεταξοκόκκινες στη μέσηντος ζωσμένες

και ένα μαντήλι όμορφο και καλοκεντημένο

στη ζώνια όμορφα καλά τάχανε περασμένο.


Εβάντος ποκάμισα με τη σγουρένια μπόλια

μεταξωτή που ήλαμπε και ήτονε σαν τα χιόνια.


Και στα στηθούρια είχανε πλετάκια καμωμένα

χέρια πιτήδεια όμορφα τάχανε γαζωμένα.

Και το παραδοσάκκουλο στο κόρφοντος βαρμένο.


Μεσοποκάμισα καλά, όμορφα τοσεβάναν

με μπόλια μαγλινή καλή πιτήδεια τους τα ράβαν

και παλαιά κεντήματα στα μανικότια εκάναν.


Μαύρες μπολίδες, όμορφες και καλοκεντημένες

στην κεφαλήντος τσείχανε όμορφα τυλιμένες.


Στιβάνια εβάναν και οι γαμπροί με κιτρινοβακέτες

και δενανέν τα όμορφα με τσι στιβανοδέτες

και είχαν χάζι και αρχοντιά και ήσαν καλοί λεβέντες.


Στην εκκλησιά το πηαίνανε το ταιριαστό ζευγάρι

με ένα καλό νταουλαξή και ένα καλό λυράρη.


Και τραγουδούσαν όμορφα όλοι οι καλεστάδες

παλιά τραγούδια λέγανε και όμορφες μαντινιάδες.


Και είχανε και στο λαιμό πετσέτες κρεμασμένες

που σταργαστήρι τσείχενε η νύφη ξωμπλιασμένες.


Όμορφα ταβλομάντηλα εστρώνανε τσι τάβλες

και τρώγανε και πίνανε όλοι οι καλεστάδες.


Κρέας βραστό και λιπαρή, που τσι αιγοπροβάτες

και αορείτικο κρασί τσι βλάσκες τος γεμάτες.

«Αυτά ήταν τα ωραία και όχι τα τωρινά».


Μα έχομε και μια παλιά βυζαντινή εκκλησία

που οι αγιογραφίες της έχουν μαγάλη αξία.


Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΕΡΑ










Η μάνα μου μού έλεγε πως όντα την εκτίζαν

σχεδόν να τελειώσουνε δεν είχαν άλλο χρήμα.

Αχ και πως θα διάξουνε

τσ΄ αργάτες να πληρώσουνε!


Και πούλησε μια κοπελιά όλαντζης τα προικιά της

και εκαμανέντζης τον κουπέ (το θόλο)

που είναι η ομορφιά της

και Παναγία η Κερά είναι το όνομάντζης.


Η Παναγία η Κερά είναι το καύχημά μας

και όλα τα ξωμονάστηρα της περιφέρειάς μας.


Όλα τα ξωμονάστηρα, μαζί και ο Θεολόγος

με τις εικόνες τις παλιές, τον όμορφό του θόλο.


Τις εκκλησίες τις παλιές και όλα τα μοναστήρια

τάκτισαν οι προγόνοι μας με κόπο και αγωνία.


Μα μέσον μεταφορικό δεν είχαν να πηγαίνουν

τα υλικά που θέλανε μόνοι τους να δουλεύουν.


Αυτοί χωρίς μηχανικούς κτίζαν τις εκκλησίες

και ύστερα τσι στολίζανε με Αγιογραφίες.


Και τους μπογιές τους φτιάχνανε αυτοί αμοναχοίντος

και ύστερα ζωγραφίζανε με την υπομονήντος.


Από την αρχή μέχρι εδώ τάχω γράψει όλα με το μυαλό μου.

Αικατερίνη Γ. Κουτάντου – Φιρφιράκη Ετών 83 Κρητσά 2004


ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Η διήγηση – περιγραφή του χωριού μας καθώς και κάποια κοινωνικά θέματα

που το αφορούν , παραμένει όπως ακριβώς μάς τα παρέδωσε -έχουμε στα χέρια μας τη δική της γραφή-, χωρίς να αλλάξουμε τίποτα.

Εν Κριτσά, 31-12-2021 για την αντιγραφή και τη μεταφορά,

Ιωάννης Κ. Ταβλάς, Συνταξιούχος Δάσκαλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - Ο ΣΧΟΙΝΟΠΟΙΟΣ Ν. ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΗΣ

  ΚΡΙΤΣΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ Σχοινοποιός, ένα παραδοσιακό επάγγελμα και ο Κριτσώτης Νικόλαος Σκουλικάρης Όσο γυρνάμε προς τα πίσω, επαγγέλματα, ...