Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - Ο ΣΧΟΙΝΟΠΟΙΟΣ Ν. ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΗΣ

 

ΚΡΙΤΣΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ

Σχοινοποιός, ένα παραδοσιακό επάγγελμα και ο Κριτσώτης Νικόλαος Σκουλικάρης



Όσο γυρνάμε προς τα πίσω, επαγγέλματα, πολλά παλιά επαγγέλματα, το ένα πίσω από το άλλο ,  έσβησαν και συνεχίζουν να σβήνουν κάθε μέρα.

            Επαγγέλματα, που στο παρελθόν, (στο πολύ παρελθόν όμως), είχαν μεγάλη ζήτηση, αλλά λόγω της τεχνολογικής ανάπτυξης έπαψαν να υφίστανται.

            Ταξιδεύοντας με την χρονοκάψουλά μας, θα θυμηθούμε ανθρώπους που προσδιορίζονταν π.χ. ως xαλκιάς              (σιδηρουργός), κατρατζής, (αυτός που ασχολείται με την πίσσα, άσφαλτο) , κανταρτζής - κανταριστής, (αυτός που ζυγίζει με το καντάρι),καλαφάτης, (αυτός που σφραγίζει τις σχισμές, ρωγμές, παλαιών ξύλινων βαρκών και πλοίων),  ή ο γκαϊτατζής (ο μουσικός που έπαιζε γκάϊντα), αλλά κι άλλα πολλά και είναι πολύ πιθανόν, όσοι είναι μικρής ηλικίας, να μην τα έχουν ακούσει πότε ή σχεδόν ποτέ.

Ένα τέτοιο επάγγελμα  που ασκούσαν οι άνθρωποι σε παλαιότερους χρόνους είναι και ο σχοινάς, (σκοινάς) ή σχοινοποιός ή σχοινομπλόκος.

Ο σχοινοποιός,  είναι ένα από τα  παλιά επαγγέλματα  που έπαψε προ πολλού  να υφίσταται, εν σχέση με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο κατασκευής των σχοινιών. Σχοινοποιός ή σχοινάς ή σκοινάς λεγόταν ο τεχνίτης που γνώριζε την τέχνη να κατασκευάζει τα σχοινιά.

Πάντα τα σχοινιά ήταν χρηστικά αντικείμενα, τα οποία έβρισκαν εφαρμογή σε πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες. Τα παλιά σχοινοποιεία, ήταν απλά εργαστήρια παραγωγής σχοινιών και ήταν αρκετά στα παλαιότερα χρόνια, λόγω της μεγάλης ζήτησης των σχοινιών και της ευρείας χρήσης τους.

Ο σχοινοποιός  ήταν ένα επάγγελμα το οποίο για την εκμάθησή και την εξάσκησή του δε χρειαζόταν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, αλλά μόνο όρεξη και καλή διάθεση για δουλειά.


Τα σχοινιά χωρίζονται αρχικά σε δύο κατηγορίες κατασκευής. Στη μία  έχουμε τα σχοινιά εκείνα που  φτιάχνονται από τις ίνες κάποιων συγκεκριμένων φυτών και η άλλη από ίνες συνθετικών υλικών.

Τα φυτά που χρησιμοποιούνται για την πρώτη κατηγορία  σχοινιών,  είναι η αγριομπανανιά, η κάνναβη, ο κοκκοφοίνικας, η γιούτα, το βαμβάκι, το λινάρι και το χόρτο.

Ενώ της δεύτερης ομάδας χρησιμοποιούνται νάιλον, πολυεστέρα, πολυαιθυλένιο, πολυπροπυλένιο κ.τ.λ.

Τα σχοινιά συνήθως χρησιμοποιούνται στην ναυτιλία, χοντρά ως κάβοι, αλλά γενικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κάθε καθημερινή μας χρήση και να μας λύσουν τα χέρια.

Αρχικά ο τεχνίτης επεξεργαζόταν το υλικό για να το κάνει νήμα - κλωστή, κάπως χοντρή βέβαια και στη συνέχεια το έκλωθε, στρέφοντας τις ίνες προς τη μία πλευρά. Έπειτα, έπλεκε πολλές κλωστές ή κλώσματα πάλι όλες μαζί, με διαφορετική φορά από αυτήν που έπλεξε το κάθε κλώσμα, δημιουργώντας μια χοντρότερη κλωστή, το έμβολο.

Τέλος, έπλεκε πολλά έμβολα μαζί και δημιουργούσε το σχοινί. Ο αριθμός των εμβόλων που χρησιμοποιούσε εξαρτιόταν από το πάχος του σκοινιού που ήθελε να πετύχει, ποτέ όμως δεν έβαζε λιγότερα από τρία.

 Οι παραπάνω διαδικασίες που περιγράφονται γίνονταν με την βοήθεια χειροκίνητων μηχανημάτων. Υπήρχαν κάποιες φορές, που ο σκοινάς, την πρώτη ύλη την προμηθευόταν έτοιμη σε μορφή κλωστής, επεξεργασμένη, ξεκινώντας από εκείνο το σημείο, την κατασκευή του σχοινιού.

 Τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν: Το μαχαίρι, για να κόβει νήματα και σχοινιά και η χειροποίητη μηχανή, (μακαράς), με την οποία έπλεκε τα νήματα και τα έκανε σχοινιά.

            Τα πράγματα όμως άλλαξαν και η πρόοδος που έχει συντελεστεί, έχει μεταμορφώσει το επάγγελμα του σχοινοποιού, αφού τα σχοινιά πλέον παράγονται από αυτοματοποιημένες βιοτεχνικές ή βιομηχανικές μονάδες, με μόνη συμμετοχή του ανθρώπου στον χειρισμό και στον έλεγχο λειτουργίας των συσκευών - μηχανημάτων. Το επάγγελμα λοιπόν αυτό μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει στις μέρες μας, αλλά δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτό του μεσοπολέμου.

Ο  Κριτσώτης Νικόλαος Σκουλικάρης , ένας παραδοσιακός σχοινοποιός (σκοινάς).

Μνήμες του μακρινού παρελθόντος ζωντανεύουν και με νοσταλγική διάθεση, με την αναφορά μου, στον Κριτσώτη Νικόλαο Σκουλικάρη, το μοναδικό σκοινά και όχι μόνο, του χωριού μας. Ένας δεξιοτέχνης σε κατασκευή ειδών με τρίχα κατσικιών, (γιδόμαλλου).

Ο νεαρός Νικολής, ποιος γνωρίζει πως,  οδηγήθηκε στο χωριό Βενεράτο Ηρακλείου όπου εργάστηκε σε κάποιο νοικοκύρη για κάποια χρόνια, ως φαμέγιος του , όπως λεγόταν. Ανήσυχος όμως και  ως δραστήριος νέος δεν τον ικανοποιούσε αυτή ζωή κι αποφάσισε για κάτι καλύτερο. Εγκαταλείπει τη σκληρή δουλειά στο νοικοκύρη κι ένα πρωινό με τα πόδια κατεβαίνει στο Ηράκλειο.

Εκεί γνωρίζει κάποιον που διατηρούσε βιοτεχνία κατασκευής σχοινιών με τρίχα των γιδιών και του ζήτησε να τον πάρει να μάθει την τέχνη. Ίσως να σκέφτηκε ότι στην Κριτσά οι βοσκοί ήταν πολλοί και η τρίχα άφθονη

. Επί κάμποσα χρόνια παρακολουθεί με περισσή διάθεση τον τεχνίτη κι έτοιμος πια γνώστης της ξεχωριστής τέχνης επιστρέφει στο χωριό του.

Ο παλιός αυτός τεχνίτης σχοινιών και ντρουβάδων, χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη την τρίχα των γιδιών, την οποία προμηθευόταν από τους βοσκούς, που είναι και πολυάριθμοι στο χωριό μας, όπως αναφέραμε παραπάνω.

Κάθε χρόνο, στις αρχές του καλοκαιριού που αρχίζουν οι ζέστες, σε όλα τα μαντριά, γίνεται το παραδοσιακό κούρεμα αρνιών και κατσικιών. Είναι μία δύσκολη εργασία και απαιτείται τεχνική αλλά και σωματική δύναμη. Το κούρεμα των ζώων είναι παράδοση και με κύριο σκοπό το ξαλάφρωμα των προβάτων και κατσικιών, ώστε να μην υποφέρουν από την καλοκαιρινή ζέστη, καθώς και να διατηρούνται καθαρά χωρίς εστίες μικροβίων επάνω τους.

Το τρίχωμα αυτό το σάκιαζαν και το πουλούσαν στους βιοτέχνες κι έτσι είχαν ένα πρόσθετο εισόδημα.  Κάποιοι συμφωνούσαν να φέρουν το μαλλί και να πάρουν έτοιμους ντρουβάδες και πλήρωναν μόνο τα εργατικά.  Φανταστείτε ότι ένας ντρουβάς τότε  πουλιόταν 100 δραχμές!

Αυτά βέβαια δεν ισχύουν στις μέρες μας που το τρίχωμα δεν έχει αξία, δε χρησιμοποιείται, αλλά οδηγείται στις χωματερές.  Τότε όμως ήταν πολυτιμότατο και χωρίς αυτό πως να δουλέψεις!

 

Στο εργαστήριο του Μαστρονικόλα

 

Ντρουβάς κατασκευή Σκουλικάρη Ν.

Ας επισκεφθούμε το εργαστήριό του εκεί στη συνοικία του Παλαιμύλου, για να τον γνωρίσουμε και να δούμε τι διαδικασία της δουλειάς του.

Ένας στενός αλλά αρκετά μακρύς χώρος, υπήρξε το εργαστήριό του. Εκεί ώρες πολλές εργαζόταν για να φτιάξει σχοινιά με τρίχα, μαλλιά γίδινα.

 Ακολουθούσε μεγάλη προετοιμασία και διαδικασία - επεξεργασία της τρίχας, μέχρι να ρθεί η ώρα του πλεξίματος. Επειδή το γιδόμαλλο είναι ίσιο και σκληρό, για να το χρησιμοποιήσει έπρεπε να το επεξεργαστεί κατάλληλα ώστε αυτό να είναι ιδανικό για τις διάφορες κατασκευές του.

 Πρώτα έπρεπε να πλυθεί πολύ καλά η τρίχα και να στεγνώσει. Στη συνέχεια το έστρωνε στο πάτωμα  και με ένα σύστημα αποτελούμενο από σχοινιά τα οποία ήταν πιασμένα σε απόσταση μεταξύ τους επί ξύλου (σανίδας) καρφωμένο στον τοίχο, τη στιβάχτρα όπως λεγόταν, τη χτυπούσε επί πολλή ώρα για να μαλακώσει - αφρατέψει και να γίνει στη συνέχεια το ξάσιμο (γνέψιμο). Μετά την όλη αυτή διαδικασία, έφτανε στη δημιουργία του κλώνου – νήματος.

Μέσα σ’ ένα σάκο τοποθετούσε το ξασμένο μαλλί, (τις τουλούπες) και τον κρεμούσε από τους ώμους και το λαιμό, μπροστά του. Ξεκινούσε δηλαδή η διαδικασία της δημιουργίας του νήματος (κλωσίματος), με κάθε χέρι ένα νήμα και  χρησιμοποιώντας ειδικές ανέμες, περπατώντας πάνω κάτω στο μακρύ χώρο.

Έτοιμος πια, άρχιζε να πλέκει το νήμα και στη συνέχεια να φτιάχνει τα τρίχινα σχοινιά με τη βοήθεια του μακαρά. Ήταν ένα σύστημα με γρανάζια και μανιβέλα για να γυρίζει, με το χέρι βέβαια, κατασκευασμένο στο μηχανουργείο του χωριανού μας Μαστροσήφη Παπαδάκη, στον Άγιο Νικόλαο.

Τα χρόνια για τα οποία μιλάμε τέτοια σχοινιά χρησιμοποιούσε ο κόσμος για όλες τις χρήσεις,( για τις κατσίκες, τις αγελάδες, και τα άλλα τετράποδα, αντί αλυσίδας για δέσιμο),  αλλά  κυρίως για φόρτωμα των γαϊδάρων και μουλαριών.

Ο αείμνηστος Νικολής, δεν έμενε όμως μόνο στην κατασκευή γίδινων σχοινιών. Κατασκεύαζε και τους εξαιρετικούς και ανθεκτικότατους   λεγόμενους τρίχινους ντρουβάδες.

Τέτοιους ντουρβάδες, όλες οι παλιές οικογένειες είχαν στο σπίτι τους και μάλιστα περισσότερους από ένα.

Ο τουρβάς ή διαφορετικά τορβάς και ντουρβάς είναι η ονομασία, μαζί με κάποιες πανομοιότυπες ονομασίες (αναλόγως την περιοχή προέλευσής τους), ενός σακιδίου αυτοσχέδιου που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι παλαιότερης εποχής για να μεταφέρουν τα εργαλεία τους, τα υλικά τους, το φαγητό στο χωράφι ή οτιδήποτε άλλο.                          

 Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν νάιλον, υφασμάτινες ή χάρτινες σακούλες για τα ψώνια, αλλά και για τις άλλες χρήσεις.

Εάν κοιτάξει κανείς παλαιότερες φωτογραφίες από τους ανθρώπους, κυρίως της υπαίθρου, η εικόνα ενός άντρα ή μία γυναίκας με ένα σακίδιο – ντρουβά στον ώμο, θα του είναι γνώριμη.

Οι γίδινοι ντρουβάδες δεν ήταν μόνο ανθεκτικοί και μονόχρωμοι ανοικτό καφέ, αλλά είχαν και κάποιες ρίγες,(άσπρες, ψαρές, γκρι, μαύρες), για διακόσμηση.

Η πρώτη δουλειά όταν ερχόταν το μαλλί στο μαγαζί του, ήταν να ξεχωρίσει το λευκό, μαύρο, ξανθοκόκκινο ή γκρι τρίχωμα των κατσικιών κι έφτιαχνε με αυτά, τα χρωματιστά νήματα. Στη συνέχεια συνδύαζε στο μεγαλύτερο υφαντό κομμάτι του καφέ ντρουβά τα  άλλα χρώματα κι έκανε τις  έγχρωμες ρίγες, κάτι ανάλογο όπως οι υφάντρες στον αργαλειό.

Για τη δουλειά αυτή διέθετε ένα ειδικό αργαστήρι κάτι ανάλογο με το αργαστήρι των υφαντών. Εδώ για κάποια χρόνια τον βοηθούσε ο γιος του Μανώλης αλλά σύντομα σταμάτησε δεν ήθελε να ακολουθήσει τη δουλειά του πατέρα του. Σε κάθε ύφανση η παραγόμενη ρασά έφτανε για να φτιαχτούν τρεις ντρουβάδες,

Ο μαστρονικόλας υπήρξε ένα άριστος τεχνίτης που άφησε εποχή. Η Κριτσά και όλα τα γύρω χωριά υπήρξαν οι ευχαριστημένοι πελάτες του κι όλοι τον προτιμούσαν.

Ο μαστρινικόλας δούλεψε μέχρι το 1970 αλλά αναγκάστηκε να τα παρατήσει λόγω της επερχόμενης βιομηχανοποίησης με τη δημιουργία με σύγχρονες μηχανές σχοινιά αλλά και σάκους μεταφοράς.

Ο Νικόλαος Σκουλικάρης γεννήθηκε στην Κριτσά το 1908 και υπήρξε μέλος πολύτεκνης οικογένειας . Παντρεύτηκε τη Ζαμβία Βάρδα και απόκτησαν παιδιά κι εγγόνια. Σε ηλικία 82 ετών, το έτος 1990, ο μοναδικός τεχνίτης της γίδινης τρίχας, έφυγε από τη ζωή. Ας είναι αιωνία η μνήμη του.

Έτσι έκλεισε το παραδοσιακό εργαστήριο στην Κριτσά, που μόνο οι παλαιότεροι ενθυμούνται. Όσο για τους ντρουβάδες, που συναντάμε ακόμη και σήμερα σε πολλά σπίτια, είναι για να μάς θυμίζουν μια παλιά τέχνη, που μπήκε κι αυτή όπως και τόσες άλλες στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Κριτσώτης βοσκός με το ρασίδι του στο Αόρι

Συμπληρωματικά να πούμε ότι από γίδινη τρίχα, ύστερα από ειδική επεξεργασία και ύφανση στον αργαλειό κατασκεύαζαν τα ρασίδια του βοσκού αλλά και πιο επίσημα, με φούντες και σχέδια.

  Υπήρξαν κάποιες γυναίκες στην Κριτσά άριστες ράφτρες ρασιδιών. Η Σγουρού Καλλιόπη του Δημητρίου , πέρα στο Χριστό, επίσης  η Ελένη Κ. Παπαδούλη , (σύζυγος Παπαδουλοκωνσταντή) και η Αργυρώ Γεωργίου Αφορδακού

Μετά την ύφανσή του στον αργαλειό, έπρεπε να πατηθεί πολύ με τα πόδια και βρέξιμο με άφθονο νερό ώρες πολλές, μέχρι να ομογενοποιηθεί η τρίχα.  Ο Μανώλης Μαστορής του Γεωργίου (τυφλός), στον Παλαίμυλο και ο Ρούσσος Μπρόκος  στα Περγιολίκια, είχαν ως ενασχόληση το πάτημα της ρασάς.

Να προσθέσουμε ότι επαγγελματικά ασχολήθηκε με το ξάσιμο του μαλλιού  ο Κεντριανός Γεώργιος του Κων. στα Περγιολίκια, (παππούς της κ. Μαρίνας πρακτορείο ΕΛΤΑ), στο χωριό μας. Μάλιστα διέθετε πέρα από τα χερόκτενα και κάποια αυτοσχέδια «μηχανή» για μεγαλύτερη και γρηγορότερη απόδοση την οποία βλέπετε στη φωτογραφία.

 

Ο Κεντριανός με την αυτοσχέδια μηχανή του
Ένα ένδυμα απαραίτητο σε κάθε βοσκό παλαιότερα, για να κρατάνε ζεστασιά, αλλά είχαν και την ιδιαιτερότητα όπου μέσα από αυτά δεν περνούσε το νερό, όσο κι αν έβρεχε. Το νερό δηλαδή γλιστρούσε επάνω στις γιδότριχες και δεν περνούσε μέσα, ήταν ένα είδος σημερινού αδιάβροχου.

Επίσης με γιδόμαλλο κατασκεύαζαν και τις λεγόμενες μαντίλες που χρησιμοποιούσαν στα πιεστήρια των ελαιουργείων. Ο μαστρονικόλας υπήρξε ο πρώτος προμηθευτής μαντίλων στα Κριτσώτικα ελαιουργεία.

Τις μαντίλες των λιοτριβειών τις γέμιζαν με αλεσμένο ελαιόκαρπο και τις τοποθετούσαν στο πιεστήριο, όπου από τη μαντίλα  έτρεχε το λάδι, ενώ η πυρήνα παρέμενε μέσα σ’ αυτήν.

Όλα αυτά είναι αναμνήσεις, αλλά και βαθιά τυπωμένες εικόνες και παραστάσεις εκείνου του παλιού καιρού, που όσο και να θέλουμε εμείς σήμερα οι μεγαλύτεροι που τις ζήσαμε να τις ξεχάσουμε, αυτές γίνονται όλο και πιο έντονες!

Αναβιώνουν στη σκέψη μας, προσδίδοντάς μας μια ιδιαίτερη νοσταλγία και μια ξεχωριστή ομορφιά, κάτι που λείπει από την εποχή μας.

Γιάννης Κ. Ταβλάς - Δάσκαλος  εκ Κριτσάς





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - Ο ΣΧΟΙΝΟΠΟΙΟΣ Ν. ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΗΣ

  ΚΡΙΤΣΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ Σχοινοποιός, ένα παραδοσιακό επάγγελμα και ο Κριτσώτης Νικόλαος Σκουλικάρης Όσο γυρνάμε προς τα πίσω, επαγγέλματα, ...