Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΣΑ

 

ΚΡΙΤΣΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ

ΟΙ ΞΥΛΟΚΟΠΟΙ (ΞΥΛΑΔΕΣ), ΤΑ ΞΥΛΟΚΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΗΔΕΣ, ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΣΑ ΛΑΣΙΘΙΟΥ

Ο ξυλοκόπος και η εμπορία των καυσόξυλων

Ο ξυλοκόπος ή ξυλάς,  όπως λέγεται αλλιώς, κατατάσσεται στα παραδοσιακά επαγγέλματα, που όχι μόνο άντεξαν στο χρόνο, αλλά ίσως είναι και πιο περιζήτητα από ποτέ.

Η οικονομική κρίση και η συνεχώς αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου, οδήγησε τον κόσμο στο τζάκι και στην ξυλόσομπα, ως μέσο θέρμανσης.  Επακόλουθο είναι να χρειαζόμαστε όλο και μεγαλύτερες  ποσότητες ξύλου και μάλιστα σε μια εποχή, κατά την οποία, οι δασικές εκτάσεις συνεχώς μειώνονται και η εκμετάλλευση όσων υπάρχουν στην Ελλάδα, δεν είναι αρκετά αποδοτική.

Ξυλοκόπος, είναι αυτός που κόβει ξύλα από το δάσος, για βιοποριστικούς λόγους. Ένα πολύ παλιό επάγγελμα κατά το οποίο όχι μόνο έκοβε τα ξύλα αλλά τα μετέφερε και στον τόπο κατανάλωσής τους. Έκοβε ξύλα από μικρούς θάμνους, μέχρι κορμούς δέντρων, ανάλογα με τις ανάγκες που ήθελαν να καλύψουν. Στη συνέχεια τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια και στα άλογα και κατευθύνονταν στο χωριό αλλά κυρίως στην πόλη, για να τα πουλήσουν.

Επειδή παλαιότερα, τα ξύλα κυρίως, ζέσταιναν τους ανθρώπους, εκείνοι φρόντιζαν από νωρίς, να τα παραγγείλουν στους ξυλάδες.

Ήταν συνηθισμένο τότε να βλέπει κανείς φορτωμένα γαϊδούρια ή μουλάρια να κουβαλάνε ξύλα. Τα έκοβαν οι ξυλοκόποι με τα μεγάλα πριόνια των δυο ατόμων (καρμανιόλες λέγονται) στο δάσος, τα έσκιζαν με τις σφήνες και τις βαριές, τα καθάριζαν με τα τσεκούρια τους και τα μετέφεραν στην πόλη και τα πουλούσαν.

Υπήρχαν σταθεροί πελάτες, όπως οι ιδιοκτήτες φούρνων, οι οποίοι κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες ξύλων όπου έδιναν παραγγελία για το πώς τα επιθυμούσαν. Άλλοι τα ήθελαν ολόκληρα κι άλλοι  τεμαχισμένα.

Εάν ο πελάτης ήθελε να του φέρουν τεμαχισμένα, (σε μικρά κομμάτια τα ξύλα),τότε ο ξυλοκόπος τα έκοβε σε τέτοιο μέγεθος που βόλευε τον πελάτη. Αυτή η εργασία του κόστιζε παραπάνω.

Στην Κριτσά το χωριό μου, «κρυμμένη» στις αναμνήσεις πολλών ανθρώπων,   ήταν η εικόνα γαϊδουράκια ή μουλάρια φορτωμένα με ξύλα να κατεβαίνουν από το δάσος ψηλά στο Οροπέδιο Καθαρού ή άλλα ερχόμενα από το γειτονικό μας  Κρούστα.

Οι δυνατότητες για επιβίωση την εποχή εκείνη ήταν χωρίς πολλές επιλογές. Πολλοί λοιπόν βρήκαν τον τρόπο να εξοικονομούν ελάχιστα προς το ζην, με το εμπόριο των καυσόξυλων.

Η πρωτεύουσά μας, υπήρξε ο κύριος καταναλωτής. Άλλοτε επί παραγγελία άλλοτε όχι, φορτωμένα τα ζώα με ξύλα τα έφερναν στην πόλη διαλαλώντας το προϊόν στους αγοραστές. Εδώ τα ξερά ξύλα ποιος να ‘ναι ο μουστερής, ποιος θα βγάλει ζεστό Χειμώνα! Είχαμε και τα παζάρια και τα αστεία κυριαρχούσαν μεταξύ τους.

Μετά την πώληση των ξύλων, επίσκεψη στο φούρνο για ένα καρβέλι χάσικο ψωμί από του Ανέστη ή του Τζαρδή  και στο μπακάλικο του Κοκολάκη ή του Παγκάλου, για μια οκά ξερά φασόλια, λίγο ρύζι, μισή οκά ζάχαρη, λίγο καφέ  κι αν φτάνουν τα χρήματα, κάποια  λιχουδιά  για τα παιδάκια τους.

Αυτά συνέβαιναν, εδώ στη μικρή μας κοινωνία, πριν πολλά πολλά χρόνια.

Αντίθετα στις μεγάλες πόλεις οι ξυλοκόποι συγκέντρωναν και συνεχίζουν και σήμερα, μεγάλες ποσότητες ξύλων σε ένα περιφραγμένο μέρος ή σε αποθήκες, όπου μπορούν οι πελάτες να αγοράσουν την ποσότητα που επιθυμούν.

Στους παλαιότερους χρόνους τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια υπήρξαν οι αναντικατάστατοι βοηθοί και φίλοι των χωρικών - ξυλάδων, που υπομονετικά περιμένουν να φορτωθούν και να  μεταφέρουν από το δάσος, τα ξύλα της χρονιάς, είτε για δική τους χρήση, είτε για πώληση.

Η σχέση ξυλοκόπου  και ζώου ήταν στενή, ήταν σχέση αγάπης και φροντίδας, όπως παραδέχονται και οι ίδιοι, καθώς τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια και τα άλογά τους, ήταν οι μόνοι πιστοί τους σύμμαχοι σ’ αυτήν τους την προσπάθεια.

Υπάρχουν βέβαια στον καιρό μας σύγχρονοι ξυλοκόποι, οι λεγόμενοι υλοτόμοι. Ο υλοτόμος ασχολείται με την κοπή δέντρων από το δάσος, προκειμένου αυτά να μετατραπούν σε ξυλεία οικοδομική ή επίπλων αλλά και  για θέρμανση, κομμένα ανάλογα.

Για να κόψει τα δέντρα ο υλοτόμος, χρησιμοποιεί αλυσοπρίονα και  μικρά ή μεγάλα  τσεκούρια.  Ακόμα, χειρίζεται γερανούς και άλλα μηχανικά μέσα, για να σηκώσει και να μεταφέρει τα κομμένα δέντρα σε σημείο που έχουν πρόσβαση αγροτικά μηχανήματα, ή φορτηγά, αλλά  και κορδέλες για το σκίσιμο.

Και κάτι σχετικό!

Αποχάραγα εξεκίνησε από τα Περγιολίκια του χωριού μας ο Καμπανομιχάλης φορτωμένος το γάιδαρό του πρινόξυλα για να πα τα πουλήσει να πουσουνίσει πράμα τρόφιμα για τα κοπέλια ντου.

            Ελάλιε που λέτε το γάιδαρο αγκομαχώντας από το πολύ φορτίο, κατηφορίζει τα σκαλόνια της Παναγίας Δαβραδιανής, περνά την πλατέα, κατηφορίζει τον κάμπο και μια και δυο φτάνει στο γιαλό (ετσά λέμε εμείς από παλιά τον Άγιο Νικόλαο).

            Να, μπαίνει μέσα στην πόλη ,φτάνει στην πλατέα (εκειά που ‘ναι το ηρώον ) και διαλαλώντας το φορτίο ανήμενε κάποιο μουστερή, μα πράμα. Κατηφορίζει όθεν το λιμάνι μπας και βρεθεί αγοραστής και μια στιγμή γρικά κάποιον να φωνiάζει , μέσα από τα νερά του λιμανιού, παλεύοντας για να μην πνιγεί.

            - Bοήθεια δε γ-κατέχω μπάνιο,βοήθεια χριστιανοί, δε γ-κατέχω μπάνιο…

Οπότε γυρίζει ο Καμπανομιχάλης και του λέει:

            - Άμε, μωρέ, στο διάολο και σώπα μπλιο. Κι εγώ, μωρέ, δε γ-κατέχω μπάνιο, μα δε χαλώ δα και το γ-κόσμο από τσοι φωνές!

Ο καρβουνιάρης, ένα παρεμφερές επάγγελμα


Εκτός των ξυλοκόπων υπήρχε κι ένα άλλο επάγγελμα, εκείνο του καρβουνιάρη. Οι καρβουνιάρηδες δεν έκοβαν ξύλα για να τα πουλήσουν ως καυσόξυλα, αλλά για να παράγουν τα ξυλοκάρβουνα.

Η παραγωγή του ξυλοκάρβουνου γινόταν σε υπαίθρια (ξυλοκάμινα). Ξεκινούσαν, όταν σταματούσαν οι μεγάλες βροχές, δηλαδή γύρω στο Μάρτη. Έτσι θα είναι  έτοιμα τα κάρβουνα για την μεγάλη ζήτηση του Πάσχα.

 Οι καρβουνιάρηδες μάζευαν ξύλα απ’ τα δάση που τα καλυτέρα είναι από τα πουρνάρια, αλλά και οτιδήποτε άλλο είδος άγριου δέντρου. Τα κουβαλούσαν στο χώρο που θα έκαναν το καμίνι και τα έκοβαν σε πιο μικρά κομμάτια. Ο χώρος που έστηναν το καμίνι έπρεπε να’ ναι σε μέρος χωρίς αέρηδες πολλούς, ίσιος και σε ξέφωτο.

Η κατασκευή όμως του καμινιού ήταν σκέτη τέχνη και δεν την ήξεραν πολλοί. Μου την περιέγραψε ο Γιάννης Σιγανός (Ζέρβας), ο οποίος έζησε από παιδί τον παππού του αλλά και τον πατέρα του, από τους ελάχιστους καρβουνιάρηδες της περιοχής μας και δεν πίστευα στ αυτιά μου.

 Το πόση τέχνη και γνώση φυσικής χρειαζόταν ένα καμίνι. Νόμιζα κι εγώ ότι βάνεις τα ξύλα, καίγονται και βγαίνουν τα κάρβουνα. Αν όμως , όπως μου είπε ο Γιάννης, κάμεις έτσι, θα πάρεις τη στάχτη τους κι όχι ..κάρβουνα.!! Λογικό!! Πού να ξέρω κι εγώ!!

Για να «χτίσουν» (δηλαδή να φτιάξουν) σιγά – σιγά το καμίνι, πρώτα έκτιζαν ένα τοιχίο με μεγάλες πέτρες (ξερολιθιά)  κυκλικά σαν το αλώνι και σε ύψος περίπου 50-80 πόντους και στη συνέχεια τοποθετούσαν μέσα  τα ξύλα περιμετρικά στο χώμα. Συνήθως αρχικά τα πιο «αδύνατα» όπως ρίζες κ. ά., ενώ πάνω απ’ αυτά έβαζαν τα πιο χοντρά ξύλα.

Τα στοίβαζαν το ένα πάνω στο άλλο, με κλίση πάντα προς τα μέσα, ώστε να πάρουν το σχήμα ενός χωνιού

Όταν το καμίνι είχε σχηματιστεί, το κάλυπταν με πλατιά φύλλα ή άχυρο, ή σανό κι από πάνω έριχναν κοσκινισμένο (καθαρισμένο δηλαδή) χώμα ή άμμο..Το καμίνι ήταν πλέον έτοιμο για καύση.

Η φωτιά ξεκινούσε πάντα από πάνω, με τη σταδιακή εξάπλωσή της προς τα κάτω. Το πιο σημαντικό στάδιο κατά την καύση ήταν το γέμισμα του καμινιού, το λεγόμενο «τάισμα», δηλαδή η συνεχής ενίσχυση του καμινιού με ξύλα για να διατηρηθεί η σταθερότητα και η ισορροπία στο εσωτερικό του, αφού χωρίς φροντίδα κατέρρεε.

Η καύση ήταν αργή και οι καρβουνιάρηδες έπρεπε να την επιβλέπουν συνεχώς μέρα νύχτα για να μην πιάσει ανεξέλεγκτη φωτιά και γίνουν όλα  στάχτη, αλλά και για να μη σβήσει. Η διάρκεια της καύσης εξαρτιόταν από την ποσότητα των ξύλων. Για παράδειγμα δέκα τόνοι ξύλα έβγαζαν περίπου δυο τόνους κάρβουνο, (εκατόν πενήντα τσουβάλια, πάνω, κάτω), ενώ η καύση διαρκούσε 10 - 15 ημέρες.

Κατά την κατασκευή του καμινιού, άφηναν μια τρύπα ανατολικά, μια δυτικά, μια νότια και μια βόρεια κι ανάλογα τη φορά του ανέμου κάθε φορά έκλειναν τις τρεις κι άφηναν ανοικτή μόνο την απέναντι, ώστε να έχουμε αργή καύση.

Μετά την ολοκλήρωση της καύσης, έκλειναν  όλους τους αεραγωγούς του καμινιού, κι άφηναν τα κάρβουνα να κρυώσουν, ώστε τα κάρβουνα να μην τρίβονται.



Τέλος αφαιρούσαν σιγά – σιγά με φτυάρια το χώμα, απελευθέρωναν τα κάρβουνα που στη συνέχεια τοποθετούσαν σε τσουβάλια.

Τα κάρβουνα που δεν είχαν ψηθεί καλά και είχαν μείνει ξύλα, τα κρατούσε για να τα ψήσει όταν θα έστηνε το καινούριο καμίνι.

 

Η άδεια για καψάλιασμα , η άδεια ξυλεύσεως  και η άδεια ανθρακείας

Η προστασία της χλωρίδας και πανίδας είναι υποχρέωση και φροντίδα όλων μας και ανέκαθεν υπήρχαν νόμοι που οφείλουμε να ακολουθούμε.

Σύμφωνα με έγγραφα με υπογραφές των τότε δημάρχων Κριτσάς, (η Κριτσά υπήρξε μέχρι το 1925 δήμος), για να καψαλιάσεις δηλαδή να κάψεις στον αγρό σου θάμνους, κλαδιά ελιών κ.λ.π. , όφειλες να σου δοθεί η άδεια από τον τότε δήμαρχο κι αργότερα από το Δασαρχείο.

Το ίδιο όφειλες να ζητήσεις  άδεια για να ξυλεύσεις (κόψεις) δένδρα για χρήση στην ανεγειρόμενη οικοδομή σου, (δοκάρια, μεσοδόκια κ.λ.π.).

Όσο για το κόψιμο ξύλων, κυρίως εκ πρίνων εκ του δάσους,  για τη δημιουργία ξυλοκάρβουνων, απαιτείτο πρώτα σημάδεμα από το δασαρχείο των προς κόψιμο δένδρων καθώς και χορήγηση στον ενδιαφερόμενο, ειδική άδεια ανθρακείας.

Ας μεταφέρουμε για την ιστορική ενημέρωση των νεοτέρων, ένα εξ αυτών των  εγγράφων.

 

BAΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΔΗΜΟΣ ΚΡΙΤΣΑΣ

Αριθ. Πρωτ. 418

Αριθ.διεκπ.  275

ΑΔΕΙΑ ΑΝΘΡΑΚΕΙΑΣ

Ο Δήμαρχος Κρητσάς

Τη υποβληθείση ημίν σήμερον προφορική αιτήσει του εκ Κρητσάς

Εμμανουήλ Ν. Σιγανού

ως………………………………………………………………………

επιτρέπομεν αυτώ όπως εκ του κατά την θέσιν Αστιβιδωπό της αγροτικής περιφέρειας του χωρίου Κρητσάς του υφ’ ημάς δήμου κτήματός του εξ αγοράς κόψη πλαγίους κλώνους εκ των εν αυτώ ευρισκομένων πρίνων ίνα εξ αυτών παρασκευάση εν τη εντός της ιδίας ως άνω θέσεως ανεγερθησομένη υπ’ αυτού καμίνω άνθρακας έως 500 οκάδας υποχρεουμένου τούτου  όπως συμμορφωθεί επ’ ακριβώς προς τας διατάξεις του όπισθεν της παρούσης κατακεχωρημένου υπ’ αριθ.555 Νόμου περί δασών.

Οιαδήποτε παράβασις του ανωτέρω νόμου επιβαρύνει τον αιτήσαντα ταύτην ως και τον επιτετραμμένον την φύλαξιν δασών δημ. υπάλληλον εν η περιπτώσει φωραθή ότι χαρίζεται ο τελευταίος ούτος.

Εν Κρητσά τη 5 Σεπτεμβρίου 1913

              ο Δήμαρχος                                                  ο Γραμματεύς

                       

           Ιωσήφ Πάγκαλος                                            Μιχαήλ Κουτάντος




    Η χρήση των ξυλοκάρβουνων και Κριτσώτες καρβουνιάρηδες (παραγωγοί )




Τα ξυλοκάρβουνα ανέκαθεν ήταν χρήσιμα κι απαραίτητα για κάποια επαγγέλματα. Θυμάστε το μαγκάλι με την πυρήνα, που παλιά είχαμε οι περισσότεροι στα σπίτια μας, για θέρμανση; Εδώ για μεγαλύτερη ζέστη και περισσότερη διάρκεια ρίχναμε και ξυλοκάρβουνα. Επίσης ας θυμηθούμε τα σίδερα σιδερώματος των νοικοκυρών αλλά και των ραφτάδων. Στα σίδερά τους χρησιμοποιούσαν μόνο κάρβουνα σε αρκετές ποσότητες. Αλλά πολύ περισσότερο, θυμάστε  τις παλιές παραθιές που μαγείρευαν οι νοικοκυρές;  Κι εδώ συμπλήρωναν τα καυσόξυλα, με τέτοια κάρβουνα.

Οι Κριτσώτες που παρήγαγαν επαγγελματικά ξυλοκάρβουνα τα περισσότερα τα πουλούσαν χονδρικώς, στον Κριτσώτη γενικού εμπορίου Νικόλαο Σγουρό, ο οποίος διατηρούσε επί πολλά χρόνια κατάστημα στον κεντρικό δρόμο της Κριτσάς καθώς και  αποθήκη δίπλα στο στενό προς Αγία Μαρίνα. Εκείνος τα διέθετε στο λιανεμπόριο.

Κάποια ποσότητα διέθεταν και οι ίδιοι οι παραγωγοί και πέραν της Κριτσάς.

Κλείνοντας ας αναφέρουμε ότι ονομαστικά δεν είναι δυνατόν να μνημονεύσουμε τόσους και τόσους εκ των χωριανών μας που για να επιβιώσουν αναγκάστηκαν να τρέχουν από τη θάλασσα ως ψηλά το Καθαρό για να βρουν, να κόψουν και να φορτώσουν ένα γομάρι ξύλα για λίγα χρήματα. Αντίθετα με την  παραγωγή ξυλοκάρβουνων που ασχολήθηκαν σχετικά λίγοι.

Πέραν της οικογένειας , του Ιωάννη Γεωργίου Σιγανού (Σιγανογιάννη) , παππούς του Ι. Σιγανού (Zέρβας), που επί χρόνια ασχολήθηκε με την παραγωγή ξυλοκάρβουνων επαγγελματικά κι άλλοι πριν και μετά από αυτόν Σιγανήδες κι εκείνοι, (Εμμ. Ν. Σιγανός – Νικόλαος Εμμ. Σιγανός), καθώς και άλλοι Κριτσώτες τους ακολούθησαν.

 Μας  πληροφόρησε ο Μπρόκος Δημήτριος, ότι ο παππούς του  Σκύβαλος Γεώργιος (Κολωνογιώργης), μέχρι το 1963, παρέα με το Μασσάρο Γεώργιο, (Σουβλόριζας) και τον Τζανάκη Γεώργιο, (Λιμενάρχης), στην περιοχή Πολύκλωνος, ιδιοκτησίας Θεόκλητης θυγατέρα του παπά Πόθου Εμμανουήλ του οπλαρχηγού (1824-1908), είχαν στήσει το καμίνι τους και μάλιστα μπροστά από ένα πολύ μεγάλο βράχο, ο οποίος υπάρχει και σήμερα.

 Επίσης καταπιάστηκαν με τα καμίνια δίνοντας  ποσοστό 50% της παραγωγής για ενοίκιο ως  ιδιοκτήτης των πρίνων στο Σιγανογιάννη, τα αδέρφια   Εμμανουήλ Μασσάρος  και  Νικ. Μασσάρος (Πολύδωρας).

Επίσης ας προσθέσουμε και τελευταία τον Στυλιανό Ιωάννου Σιγανό,  παρέα με το γιό του Γιάννη Σιγανό (Ζέρβας), οι οποίοι για κάποια χρόνια υπήρξαν παραγωγοί ξυλοκάρβουνων.

 Όλοι δραστηριοποιήθηκαν στο δάσος του χωριού μας και γύρω από  τις θέσεις, Αστιβιδωπό, Πολύκλωνος, Μεγάλο Λαγκάδι, Κακό Βουνί και Οχρές.  Περιοχές ανηφορίζοντας για το Οροπέδιο του Καθαρού. Τα τελευταία χρόνια, στο Αστιβιδωπό, πραγματοποιείται από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Κριτσάς, η ξεχωριστή εκδήλωση της φεγγαροβραδιάς.

Ήρθε η παρακμή του παραδοσιακού καρβουνιάρη

Επαγγέλματα παλιά, που ενώ μεσουράνησαν παλαιότερα για την αναγκαιότητα ύπαρξής τους, στις μέρες μας καταργήθηκαν  λίγο ή πολύ,  ή και συνεχίζουν αλλά γίνονται ευκολότερα με σύγχρονες μεθόδους και  σύγχρονα μηχανικά μέσα, ή τα προϊόντα  εισάγονται από άλλες χώρες

Επαγγέλματα που σήμερα  αναφερόμαστε, για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.

Υ.Γ. Καθώς μου είχε διηγηθεί ο αείμνηστος πατέρας μου Κωνσταντίνος, λόγω φτώχειας, αναγκάστηκε να πάει στο δάσος να κόψει ένα γομάρι (φορτίο) ξύλα , να το φορτώσει στο γάιδαρο - ένα παιδί μόλις δεκατριών ετών-  και το έφερε στον τότε Διευθυντή του  Δημοτικού Σχολείου, ως αντίτιμο του πεντάδραχμου που έπρεπε να καταβάλει, για να του δοθεί το απολυτήριο του Δημοτικού Σχολείου!

Γιάννης Κ. Ταβλάς Δάσκαλος, ο εκ Κριτσάς

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - Ο ΣΧΟΙΝΟΠΟΙΟΣ Ν. ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΗΣ

  ΚΡΙΤΣΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ Σχοινοποιός, ένα παραδοσιακό επάγγελμα και ο Κριτσώτης Νικόλαος Σκουλικάρης Όσο γυρνάμε προς τα πίσω, επαγγέλματα, ...