Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ: ΡΑΣΟΤΡΙΒΕΙΑ-ΒΑΦΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΣΑ

 

Τα ρασοτριβεία-βαφεία στην Κριτσά

και ο Γεώργιος Εμμ.Τζανόπουλος

Στον αργαλειό τση σκέψη μου,

’φαίνω τα όνειρά μου,

με τση ελπίδας χρώματα,

νήμα τα βάσανά μου.

Σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του αργαλειού στην οικιακή οικονομία της Κριτσάς , τα παλιά χρόνια.

Δεν υπήρχε τίποτε που να μην μπορούσε να γίνει με τον αργαλειό και αφορούσε ένδυση και εξοπλισμό σε υφάσματα, κλινοσκεπάσματα και κάθε λογής ύφασμα. Με το αργαστήρι, οτιδήποτε υφασμάτινο, το έφτιαχνε  η νοικοκυρά του παρελθόντος.


                                Η Μαρία Τζανοπούλου σύζυγος Γεωργίου

στο βάψιμο μαλλιού

Με λίγα λόγια.

Ήταν το πιο απαραίτητο και το πιο πολύτιμο εργαλείο για την κάθε νοικοκυρά.  Αποτελούσε μέρος της ίδιας τής ζωής και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα  Κριτσώτικο σπίτι. 

Έχοντας αργαλειό στο σπίτι της, στο πιο ευάερο και πιο ευήλιο δωμάτιο, κάθε Κριτσώτικη αλλά και γενικότερα η κάθε Κρητική οικογένεια, ήταν σαν να είχε στη δούλεψή της ένα ατομικό υφαντουργικό εργαστήρι, που κάλυπτε όλες τις ανάγκες σε είδη ρουχισμού και κλινοσκεπασμάτων.

Δεν υπήρχε όπως προαναφέραμε, σπίτι στην Κριτσά, που να μην είχε αργαλειό και η ύφανση ήταν μια ασχολία, που μπορούσες να την αφήσεις να περιμένει, αν στο μεταξύ η οικογένεια είχε άλλες ασχολίες (σπορά, θέρος, λιομάζωμα, περιποίηση οικόσιτων ζώων, μαγείρεμα, καθαριότητα σπιτιού, πλύσιμο ρούχων κ.α).

Αλλά και βόσκηση, άρμεγμα, πήξιμο τυριού κ.α. για τις οικογένειες κτηνοτρόφων.

Η επεξεργασία και το βάψιμο του μαλλιού

 Πρώτη ύλη για την κατασκευή των υφαντών ήταν το νήμα, το οποίο προερχόταν από το μαλλί των αιγοπροβάτων, κυρίως όμως των προβάτων, μετά από την κουρά τους που γινόταν από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο.

Το μαλλί το έβραζαν μέσα σε μεγάλα καζάνια για να καθαρίσει.

 Ύστερα το έλιαζαν στον ήλιο για να στεγνώσει και το έξαιναν με τα χτένια για να το κάνουν τουλούπες, το πιο εκλεκτό δηλαδή μέρος του, το οποίο προοριζόταν για νήμα.

Σειρά είχε το γνέσιμο ή κλώσιμο, το οποίο  γινόταν με τη ρόκα. Η νοικοκυροσύνη και η τέχνη της υφάντρας φαινόταν από το πόσο λεπτή έκανε την κλωστή του νήματος.

 Ακολουθούσε το βάψιμο των κλωστών. Οι κλωστές βάφονταν σε κουλούρες και βέβαια βάφονταν μόνο όσες ήταν από άσπρα μαλλιά. Τα φυσικά μαύρα,  δεν βάφονταν, ούτε και τα καστανόχρωμα.

Πριν βαφεί το μαλλί έπρεπε να υποστεί μια ειδική κατεργασία, την πρόστυψη.

Με διάφορα λουτρά σε καταστάλαγμα στάχτης, διάλυση στύψης ή αλατιού προετοίμαζαν οι γυναίκες το μαλλί να δεχθεί στέρεα τα χρώματα.

Αφού το νήμα στράγγιζε, βαφόταν σε βραστό νερό, παλιότερα με χρωστικές ουσίες φυτικές. Το ριζάρι, (αυτοφυής θάμνος στη νότια Ευρώπη και Ασία), για το κόκκινο χρώμα, το ροδάμι του πουρναριού για διαφορετικό κόκκινο, ο μέλεγος, (μεγάλο φυλλοβόλο δένδρο ύψους έως 30 μέτρα), για το πράσινο, οι φλούδες της καρυδιάς για το μαύρο, οι γαζίες για το κίτρινο, η φλούδα του πεύκου για το ανοιχτό καφέ, το λουλάκι, (είδος φυτού που ανήκει στην οικογένεια των φασολιών), για το γαλάζιο, κ.λ.π.

Νήμα βαμμένο από ροδάμι

Επιτυγχάνονταν έτσι στέρεοι και ανεξίτηλοι χρωματισμοί, αλλά συχνά παρουσιάζονταν δυσκολίες στην εύρεση του ακριβούς τόνου και η επιτυχία

της βαφής εξαρτιόταν από την ικανότητα της τεχνίτριας να βρει τον σωστό τόνο.

 Για τη σταθεροποίηση των χρωμάτων γινόταν το στύψιασμα, πρόσθεταν δηλαδή στύψη,(διπλό θεϊκό άλας  του αργιλίου και του καλίου), για να είναι στιλπνά και να μην ξεβάφουν.

Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν οι μπογιές του εμπορίου, που, όταν ήταν καλής ποιότητας, έδιναν σίγουρο και σταθερό αποτέλεσμα.

Μετά το στέγνωμα, τα βαμμένα μαλλιά, ήταν έτοιμα για την ύφανση, που γινόταν στον αργαλειό.

 Πρώτα όμως οι κουλούρες θα πήγαιναν στην ανέμη και με το ροδάνι θα τυλίγονταν στα μασούρια για να πάνε για ύφανση. Έμπαιναν λοιπόν στην ανέμη που μπορούσε να περιστρέφεται γύρω από έναν κάθετο άξονα και μαζεύονταν στα μασούρια.

Πάμε για το τελικό στάδιο

Μετά και από αυτό ακολουθούσε το τελικό στάδιο: η πολύπλοκη εργασία που περιλάμβανε το διάσιμο και την περαμάτιση, δηλαδή τη διάταξη του στημονιού (νήματος) για το πέρασμά του στον αργαλειό.

 Ήταν μια εργασία που γινόταν από έμπειρες υφάντρες σε ελεύθερο υπαίθριο χώρο του χωριού και μόλις τελείωναν, ξεκινούσε πλέον η διαδικασία της ύφανσης και η δημιουργία στον αργαλειό.

Ο αργαλειός σήμερα με τη βιομηχανοποιημένη παραγωγή έχει σχεδόν εκλείψει και τον συναντούμε συνήθως, μόνο στα μουσεία.

Αποτελούσε όμως για πολλά χρόνια το καλύτερο μέσο για υφαντά λαϊκής τέχνης, μιας τέχνης δύσκολης και επίπονης που έδωσε πραγματικά αριστουργήματα.

Η         Ανυφαντούδες γνωστικές να κάνουν το διασίδι

κοράσια για το ξόμπλιασμα και νιες για τ’ αργαστήρι

Οι περισσότερες γυναίκες του χωριού μας γνώριζαν να χειρίζονται τον αργαλειό και η κατασκευή υφαντών για τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειάς τους και του νοικοκυριού τους, ήταν υποχρέωσή τους.

Οι γυναίκες κατασκεύαζαν, φουστάνια, ζακέτες, μεσοφόρια, ποδιές, φανέλες, κ.α, για τον εαυτό τους.

Για τους άνδρες έφτιαχναν σακάκια, παντελόνια, πουκάμισα, βράκες, φανέλες, κάπες, (ρασίδια), πατατούκες κ.α

Οι κάπες ήταν κατασκευασμένες από  μαλλί προβάτου χρώματος μαύρου.

Επίσης έφτιαχναν μάλλινα άσπρα σεντόνια, χοντρά μάλλινα υφαντά κλινοσκέπασμα με σχέδια, βελέντζες, χονδρά σκεπάσματα, και στρωσίδια από κατσικίσιο μαλλί.

Οι βελέντζες ,το στημόνι και το φάδι ήταν μάλλινα. Στη συνέχεια γινόταν το πάτημα. Τα δε ξόμπλια γίνονταν από μπαμπάκα λευκή και στο βάψιμο δε βαφόταν, αλλά παρέμενε λευκή.

Ακόμη, κιλίμια, χράμια, κουρελούδες, τσαντίλες για το πήξιμο του τυριού, ταγάρια διαφόρων τύπων, ντρουβάδες  και πολλά άλλα παρεμφερή, «Ων ουκ έστιν αριθμός».

Οι ντρουβάδες και τα διάφορα σκοινιά, γίνονταν από τρίχα αιγών. Εξαιρετικός τεχνίτης, με το εργαστήριό του στον Παλαίμυλο (συνοικία), υπήρξε ο Σκουλικάρης Νικόλαος (γνωστός ο σκοινάς), και ο γιός του αργότερα για κάμποσα χρόνια Εμμανουήλ. (Σχολιαρούδι ήμουνα και μου άρεσε να επισκέπτομαι το εργαστήριο και να παρακολουθώ την όλη διαδικασία).

Ακόμη και σήμερα διασώζονται οι ντρουβάδες τους γιατί ήταν μεγάλης αντοχής κι επίσης πολύ όμορφοι με  σχέδια.

Βέβαια το επάγγελμα του σχοινοπλόκου,(σκοινά) έκλεισε, από τη στιγμή που άρχισε η βιομηχανική παραγωγή.

 

 
                              Κριτσώτισσες, εγγονή και γιαγιά γνέθουν

Τα Κριτσώτικα υφαντά διακρίνονται για τους ποικίλους χρωματικούς συνδυασμούς και το πλήθος των σχεδίων.

Τα μοτίβα τους, εκτός από γεωμετρικά σχήματα περιλαμβάνουν εικόνες από τη Μινωική Κρήτη, από τη φύση και από δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.

Δυο τύποι αργαλιών

Ο αργαλειός ήταν φτιαγμένος τις περισσότερες φορές από κυπαρισσόξυλο και ήταν δύο ειδών: ο οριζόντιος και ο όρθιος.

Ο πρώτος, που είναι πιο διαδεδομένος στην Κρήτη ,όπως και στο χωριό μας, θεωρείται μεταγενέστερος του δεύτερου.

 Ο όρθιος αργαλειός είναι γνωστός από την εποχή του Ομήρου και η γυναίκα ύφαινε μπροστά του περπατώντας.

 Η εφεύρεση του οριζόντιου αργαλειού έχει αποδοθεί στους Αιγυπτίους.

Ο κρητικός οριζόντιος αργαλειός

 1.Ποδάρι, 2. Μεριά, 3. Πατητήρες ή Πετάλια, 4. Κορώνα όρθια ή Αμασκάλη, 5. Αντί (που τυλίγεται το στημόνι), 6. Κορώνα εγκάρσια, 7. Πέταλο, 8. Τμήμα πετάλου (που μπαίνει το χτένι), 9. Υφασμένο πανί, 10.  Αντί (που τυλίγεται το ύφασμα), 11. Αργαστηροσάνιδο, 12. Καρόλι (απ’ όπου κρέμονται οι μίτοι ή καβαλάρηδες), 13. Περάτες, 14. Σφύκτης (Βέργα που σφίγγει και ξεσφίγγει το στημόνι), 15. Σφύκτης (Βέργα που σφίγγει το ύφασμα), 16. Περάτης (που κρατάει τα μεριά), 17. Πήχεις πετάλου.

Οι μπογιατζήδες στην Κρήτη

«οι μπογιατζήδες με τα αιωνίως «ολόμπλαβα» χέρια τους…»

Σε όλη την Κρήτη με τα πολλά υφαντά, επόμενο ήταν να ανθίσει η τέχνη της βαφικής.

Γι’ αυτό  υπήρχαν πολλά  μπογιατζίδικα, σχεδόν σε κάθε σπίτι. Κάθε νοικοκυρά προσπαθούσε μόνη της να βάψει το νήμα ή το υφαντό της,(βλέπε εικόνα).

                                                                       Γυναίκα βάφει νήματα

Να τι διηγείται μια ηλικιωμένη: «Ο άντρας μου ήτανε μπογιατζής στο χωριό και του φέρνανε τα ρούχα και τα έβαφε.

Εκοπάνιζε βελανίδι και λουλάκι μαζί κι απόι τόβραζε και ήριχνε σε μια γάστρα νερό και λίγο λίγο βελανίδι με τη κεψέ.

Η κεψέ ήτανε μπακιρένια τρυπητή κουτάλα, στρογγυλή σα κράνος, με ένα χέρι.

Ήριχνε και βιτριόλι ( σπίρτο) και ομπρός το δοκίμαζε με τα νερά ντου στη μούρη κι απόι εβούτα τα ρούχα μέσα και τα ανεκάτωνε ύστερα ογρά ως ήτανε τα πήγανε στον ποταμό και τα ξέπλυνε κι απόι τα ξανάφερνε και ξανάβαφε με βιλανίδι και με κόλλα κι ύστερα τα βανε να στεγνώξουνε.

Και μια άλλη συνεχίζει. «Παλιά είχαμε και τσι μπογιατζήδες μας σε κάθε χωριό, εδά έχουνε (α)πομείνει λίγοι, μετρημένοι στα δαχτύλια του ενός χεριού.

 Σου σάζανε το νήμα σου στα καζάνια (ν)τους ή του πήγαινες… ένα(γ)κομμάτι  και το’βαφτε  ότι’θελες…ότι χρώμα» 


Βάψιμο και πάτημα της ρασάς στην Κριτσά

Στο βαφείο Τζανόπουλου (νήματα και ρασές για στέγνωμα)


            Στο χωριό μας από παλαιότερα, λόγω της ανάπτυξης της υφαντουργίας, χρειάστηκε κάποιοι χωριανοί μας, να καταπιαστούν με το βάψιμο των νημάτων, των βελεντζών, αλλά και το πάτημα της ρασάς. Ήταν δηλαδή το επάγγελμά τους αυτό.

Το βάψιμο δεν ήταν μια απλή δουλειά αλλά χρειάζεται τέχνη για να επιτύχεις το ποθητό χρώμα. Και οι άνθρωποι αυτοί είχαν εκπαιδευτεί κατάλληλα για να μένει ευχαριστημένη και η πελάτισσα.

Με προσοχή κι επαγγελματισμό ασχολούνταν δηλαδή, με  το βάψιμο των νημάτων, απαραίτητα για τα αργαλειά.

Επίσης έβαφαν και τις βελέντζες διάφορα χρώματα, ανάλογα με την επιθυμία του πελάτη. Χρησιμοποιούσαν τα πρώτα χρόνια φυτικές βαφές κι αργότερα τις έτοιμες βαφές του εμπορίου.

Μετά το βάψιμο των βελεντζών επειδή ήταν σκληρές και άγριες χρειάζονταν και το λεγόμενο πάτημα.

 Τα πολύ παλιά χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν μηχανές, υπήρξαν Κριτσώτες οι οποίοι μέσα σε μια ξύλινη σκάφη επί μέρες πατούσαν με τα πόδια τους τις ρασές και ρίχνοντας νερό κατά διαστήματα, κατάφερναν να τις μαλακώσουν κι έτσι γίνονταν πιο εύχρηστες,(βλέπε εικόνα).

 Να θυμηθούμε την  Κεντριανού Καλλιόπη του Γεωργίου και τον Κλώντζα Ιωάννη, μάλιστα ήταν αόμματος, (στη συνοικία Χριστός) .

Στον Παλαίμυλο ενθυμούμαι ως παιδί τον αόμματο επίσης, Μαστορή Μανώλη του Γεωργίου, να ασχολείται με το πάτημα των βελεντζών.

Να αναφέρουμε επίσης ότι και  ο χωριανός μας Νικόλαος Δετοράκης του Γεωργίου , εξασκούσε κι αυτός το επάγγελμα του βαφέα και του ρασοπατητή.

O παλαιότερος βέβαια όλων, υπήρξε ο Παναγιώτης Νεραντζούλης του Νικ., ο οποίος  πατούσε κι έβαφε τις ρασές, στην οικία του, στο Καμάρι Κριτσάς.

Το πρώτο μηχανοκίνητο ρασοτριβείο στην Κριτσά

Αργότερα το πάτημα των βελεντζών εξελίχτηκε και γινότανε μηχανικά. Έτσι ό Γεώργιος Τζανόπουλος του Εμμ. ύπηρξε ο πρώτος που λειτούργησε ένα σύγχρονο και πρωτοποριακό για την εποχή ρασοτριβείο, πετρελαιοκίνητο, στην Κριτσά.

Η πρώτη αυτή μηχανή πατήματος ρασάς κατασκευάστηκε και ήρθε από το Κιλκίς.

 Τη μηχανή αυτή, (6,5 ίππων), την εγκατέστησε στο χώρο της πατρικής του οικίας, δίπλα στο τότε εμπορικό τού Λευτέρη Παγκάλου.

Μάλιστα διέθετε και ειδικά πιθάρια βαφής των βρακόπανων, (είδικό λευκού χρώματος ύφασμα κατασκευής  των παραδοσιακών βρακών των ανδρών), και βαφόταν σε μπλε χρώμα, με το λουλάκι κ.α. υλικά.

 Γρήγορα όμως λόγω των αντιδράσεων του ανωτέρω αλλά κι άλλων περιοίκων, οδηγήθηκε στο δικαστήριο από τον Πάγκαλο και μάλιστα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή ο Τζανόπουλος του πρότεινε αν επιθυμεί να αγοράσει την οικία.

 Έτσι αντί 30.000 δρχ. έφυγε από την επίδικη οικία και   μετεκώμισε σε χώρο, (αποθήκη), της οικίας Γιάννη Ταβλά (σήμερα οικία της αδερφής του Αικατερίνης Ταβλά-Δαμανάκη).

Χρήση έκανε του κηπουλίου και του νερού του πηγαδιού παρά δίπλα.

Εκεί ακριβώς βλέπουμε τη Μαρία Τζανοπούλου, (Τζανοπουλίνα), στη φωτογραφία εν ώρα εργασίας.

Τέλος αγόρασε την οικία του Αρχαύλη Νικολάου δίπλα στο Δημοτικό Σχολείο, όπου εγκατέστησε ένα σύγχρονο βαφείο-ρασοτριβείο, ηλεκτροκίνητο τώρα, αφού το έτος 1962 το ρεύμα έφτασε στην Κριτσά, (βλέπε εικόνα).


Το οίκημα του ρασοτριβείου ως είναι σήμερα 2021


Άξιους συμπαραστάτες είχε τα πέντε παιδιά του Μανώλη, Νίκο, Δημήτρη, Ιωσήφ και Αντώνη.

Εδώ δημιούργησαν εταιρεία-συνεταιρισμό με 50-50, με τους χωριανούς τους, (Αλέξη Βασίλη, Μιχάλη Κερούλη και Σκουλικάρη-Κοκκίνη Γεώργιο).

Δεν αρκούνταν βέβαια μόνο στα νοικοκυριά του χωριού μας αλλά με γαϊδουράκι στην αρχή περιέρχονταν τα χωριά (Κρούστα-Πρίνα-Τάπες-Λακώνια κ.α.) και φόρτωναν τα είδη προς βαφή και πάτημα.

Αργότερα με κλειστό φορτηγό διέτρεχαν όλα τα χωριά του νομού και πέρα στο Ηράκλειο έφτανα καθ’ ότι ρασοτριβεία τότε, υπήρχαν μόνο στη Γεωργιούπολη Χανίων και στο Ορεινό της Σητείας.

 Είχαν γίνει πασίγνωστοι καθ΄ ότι ήταν και άριστοι τεχνίτες.

Ο Μανώλης Τραντάς (λεωφορειούχος)

και ο Γεώργιος Τζανόπουλος με την κρητική φορεσιά,

σε ηλικία 17 ετών


Ο Γεώργιος Τζανόπουλος του Εμμ.

Ο Γεώργιος Τζανόπουλος του Εμμ. γεννημένος το 1909 παντρεύτηκε τη Μαρία Κουτουλάκη, (Βορρά), ένας άξιος προοδευτικός κι εργατικός Κριτσώτης, νωρίς διακρίθηκε για το  επιχειρηματικό του πνεύμα.

Ξεκίνησε από το μικρό μπακαλικάκι στην οικία του στο Άγιο Πνεύμα, στη συνέχεια δημιούργησε το ρασοτριβείο. Από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του Εμμανουήλ, όστις ήταν ρασοπατητής με τα πόδια.

 Ήταν μια χρονοβόρα και επίπονη  εργασία και τούτο τους οδήγησε να βρουν μηχανή για καλύτερη, ευκολότερη και γρηγορότερη εργασία.

Οι εργασίες πάνε καλά κι  από το 1963 η οικογένειά του επεκτείνεται και ανοίγει το πρώτο Καθαριστήριο επί της Ρούσου Κουνδούρου στον Άγιο Νικόλαο, με ενοίκιο τετρακόσιες δραχμές, όπως θυμάται ο γιός του Ιωσήφ.

 Παράλληλα με ένα μικρό πλυντήριο των δέκα κιλών ξεκίνησαν να πλένουν τα σεντόνια της τότε ακμάζουσας εταιρείας Πετρελαιοειδών Μαμιδάκη, στον Άγιο Νικόλαο.

Στη συνέχεια με την ανάπτυξη του τουρισμού αναπτύσσονται περισσότερο και ξεκίνησαν την κατασκευή ξενοδοχείων και διαμερισμάτων.

Τα δε πλυντήρια μεγαλώνουν, εκσυγχρονίζονται και με κύκλο εργασιών μέχρι Μάλλια και Χερσόνησο.

 Το βαφείο-ρασοτριβείο, του Γεωργίου Τζανόπουλου στην Κριτσά, λειτούργησε  επί αρκετές 10ετίες και σταμάτησε το 1980.

Μέχρι τότε οι νοικοκυρές συνέχιζαν να υφαίνουν στον αργαλειό και ο κόσμος φορούσε ακόμη τα ρασίδια.

Σήμερα είναι εγκαταλειμμένο και μόνο εμείς οι παλαιότεροι το θυμούμαστε σε λειτουργία και μας φέρνει στη μνήμη μας άλλες προβιομηχανικές εποχές! (βλέπε εικόνες)


                             Κάποια από τα μηχανήματα σήμερα

                                  

                                  Το τέλος  του ρασοπατητή

Σιγά σιγά οι εισαγωγές κουβερτών, κεντημάτων κι άλλων ειδών υφαντουργίας, οδήγησε τις γυναίκες να μην ασχολούνται τόσο πολύ με τον αργαλειό και έτσι αναγκαστικά τα όσα βαφεία και ρασοτριβεία, οδηγήθηκαν στο κλείσιμο.

Στραφήκαμε λοιπόν στα έτοιμα κι άλλο ένα παραδοσιακό επάγγελμα του βαφέα και ρασοπατητή, εξέλειπε, όπως και τόσα άλλα!

 


 

 


 


 


Οδηγήθηκαν στο δικαστήριο!

Ας θυμηθούμε κι ένα περιστατικό για το πάτημα και βάψιμο μιας ρασάς, (διήγηση Δετοράκη-Τζιρή Παπαδιώ).

 Η Σκυβαλομαρία. μια παλιά Κριτσώτισσα, θεός σχωρέστηνε, έδωσε την εποχή αυτή στο Τζανόπουλο, μια βελέντζα για πάτημα και βάψιμο.

 Όμως η βελέντζα με το πάτημα, μπήκε, (μίκρυνε) αρκετά κι εκείνη τον οδήγησε στο δικαστήριο στη Νεάπολη, ζητώντάς του αποζημίωση.

 Ο δικαστής ήταν έτοιμος να εκδώσει καταδικαστική απόφαση οπότε μέσα από το ακροατήριο ξεπετάγεται ένας ακάλεστος Ταπιώτης και ζητάει το λόγο.

Κύριε πρόεδρε είναι άδικο να τον καταδικάσετε καθ΄ ότι πάντοτε οι βελέντζες μπαίνουν κατά το πάτημα.

Γνωρίζω καλά το θέμα γιατί είμαι βοσκός και με το πάτημα το μαλλί μπαίνει. Άρα δε φταίει ο κατηγορούμενος.

 Αθώος ο κατηγορούμενος ,το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.

Γιάννη Κ. Ταβλάς

Συνταξιούχος δάσκαλος

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - Ο ΣΧΟΙΝΟΠΟΙΟΣ Ν. ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΗΣ

  ΚΡΙΤΣΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ Σχοινοποιός, ένα παραδοσιακό επάγγελμα και ο Κριτσώτης Νικόλαος Σκουλικάρης Όσο γυρνάμε προς τα πίσω, επαγγέλματα, ...