Τρίτη 13 Απριλίου 2021

 

Το επάγγελμα του στιλβοποιού, (λούστρου) στην Κριτσά

 “Ένα ψήφο έχει ο εισαγγελέας που του βάφει τα παπούτσια ο λούστρος, αλλά το ίδιο μετράει και η ψήφος του λούστρου”!

               Μια φωτογραφία της περιόδου Πάσχα 1963 στη πλημμυρική σε κόσμο και ανθούσα τότε Κριτσά. Εγώ με τον παιδικό φίλο, συμμαθητή και συνάδελφο Νίκο Ταβλά. Αριστερά Κωστής Δατσέρης του Γιάννη και της Ερωφίλης. 

 Μανόλης Σγουρός, χαρακτηριστικός Κριτσώτης με το κασελάκι του, σε μια από τις πολλές δουλειές της σύντομης ζωής του. Τα παιδιά στο δίκυκλο δεν τα αναγνωρίζω.                   

  Φωτογραφία και σχόλια Αγησίλαου Ταβλά συνταξιούχου δικηγόρου

Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Είχαν λοιπόν ανάγκη να καθαρίζονται και να βάφονται πιο τακτικά. Έτσι  γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου          Λούστρος ή λουστραδόρος ονομάζεται ο πλανόδιος κυρίως, που το επάγγελμα του είναι να γυαλίζει, παπούτσια περαστικών.

Ο λούστρος (νέος ή ηλικιωμένος) ,με ένα κασελάκι μπροστά του και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, καθόταν σε ένα χαμηλό σκαμνάκι, στην αρχή της πλατείας, ή στο πεζοδρόμιο κεντρικού δρόμου ,περιμένοντας υπομονετικά.

Η ιεροτελεστία του βαψίματος

 

Εδώ ο μακαρίτης, τζέντλεμαν, Γεώργιος Χρ. Τζώρτζης

 Για να προσελκύσει τους πελάτες μερικοί λούστροι έκαναν επίδειξη της δεξιοτεχνίας τους προσφέροντας δωρεάν θέαμα στο κοινό, πετώντας τις βούρτσες στριφογυριστά στο αέρα, σαν ζογκλέρ, ή χτυπώντας τες ρυθμικά στο κασελάκι.

 Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε  όπως ήταν όρθιος, πρώτα το ένα  πόδι, πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχιζε η «ιεροτελεστία» του βαψίματος.

Δίπλωνε το μπατζάκι μη λερωθεί και έχωνε χαρτόνια από τσιγαρόκουτα στα πλάγια για να προστατέψει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε με βούρτσα το παπούτσι, έβαζε λίγη αλοιφή από το μπουκαλάκι με το κατάλληλο χρώμα, και την άπλωνε παντού με την βούρτσα. Με ελαφρύ κτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι. Επαναλάμβανε την διαδικασία και επέστρεφε στο πρώτο για να του δώσει το τελικό γυάλισμα με πανί και με ειδική αλοιφή, το «ευρωπαϊκό» όπως το έλεγαν.

Ο λούστρος, ένα τίμιο επάγγελμα

Κάποτε το επάγγελμα του λούστρου το συναντούσαμε παντού, σε πόλεις και μεγάλα χωριά.  Έτσι και η Κριτσά πριν αρκετά χρόνια είχε  τους δικού της λούστρους . Τους βλέπαμε να κάθονται στον κεντρικό δρόμο του χωριού κυρίως στην παλιά πλατεία στο  μικρό τους σκαμνάκι κι έχοντας  μπροστά  τους το κασελάκι περίμεναν κάποιο χωριανό πελάτη, κυρίως νεαρούς, που ήθελαν να φαίνονται ωραίοι και περιποιημένοι στα κορίτσια! Αλλά και πελάτες προσέλκυαν και από τους πολυπληθείς θαμώνες των εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου καφενείων.

Κυρίως η δουλειά αυτή γινόταν τις αργίες και τις Κυριακές, που ο κόσμος κυκλοφορούσε στα μαγαζιά.

Σήμερα εκτός από τους ηλικιωμένους κανείς δε γνωρίζει ότι με αυτό το επάγγελμα   παλαιότερα  στο χωριό μας, την Κριτσά , κάποιοι χωριανοί μας θέλοντας να βοηθήσουν στην επιβίωση της οικογένειάς τους, τα φτωχικά εκείνα χρόνια, εξασκούσαν το επάγγελμα του λούστρου.

Τα περασμένα χρόνια οι άνθρωποι δεν κάνανε καμία διάκριση στα χειρονακτικά επαγγέλματα που πολλές φορές η ανάγκη τους υποχρέωνε να ασκήσουν, αρκεί αυτό να ήτανε τίμιο και κερδοφόρο. 

 Γι’ αυτό οι ηλικιωμένοι που  θυμούνται τις εποχές τις δύσκολες παροτρύνουν τους νέους και στα χρόνια μας  να μην περιφρονούν τα επαγγέλματα των προγόνων τους και να πιστεύουν ότι όλα τα νέα έχουν ρίζες των παλιών εποχών και γι’ αυτό έχουν επιτυχίες πολλά από αυτά.

                        Κι όμως οι καιροί άλλαξαν και συνεχώς αλλάζουν. Έτσι άλλα επαγγέλματα έκαμαν την εμφάνισή τους και οι νέοι τα ακολουθούν και προσαρμόζονται.  Στον τόπο μας η πλειονότητα του κόσμου, τα τελευταία περίπου πενήντα χρόνια  εστράφη προς τον τουρισμό , με αποτέλεσμα πολλά παλιά επαγγέλματα να σβήσουν και τα περισσότερα καλλιεργήσιμα χωράφια, να ρημάξουν!

Ο Μανώλης Σγουρός του Δημητρίου


Στην πολυάριθμη σε κόσμο και πολύβουη παλιά Κριτσά, ενθυμούμαι πολύ καλά ένα νέο της εποχής ,το Μανώλη Σγουρό του Δημήτρη, να προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένειά του, ασκώντας έστω και για κάποια χρόνια το «επάγγελμα» του λούστρου. Παιδί φτωχής πολύτεκνης οικογένειας, γονείς του ήταν ο Δημήτρης Σγουρός (εισπράκτορα στο ΚΤΕΛ τον ενθυμούμαι και καλό φίλο του πατέρα μου) και η Βασιλική. Ο Μανώλης Σγουρός γεννήθηκε το 1946  Παντρεύτηκε τη Δέσποινα Σκυβάλου  κι απέκτησαν δυο παιδιά, το Δημήτρη και το Μιχάλη Σγουρό, ελαιοχρωματιστή, κάτοικο Κρούστα σήμερα.

Ο Μανώλης πέραν του λούστρου κατά τη νεότητά του ακολούθησε κι άλλες εργασίες, αλλά αυτή που σημάδεψε τη ζωή του ήταν του εργάτη στο ελαιουργικό εργοστάσιο της Κριτσάς.

 Μετά το τέλος της εργασίας, (αργά βράδυ), στον Ελαιουργικό Συνεταιρισμό,  αποφάσισαν να πιουν ένα κρασί ,(ο Μανώλης Σγουρός, ο Μιχάλης Κουτάντος (γραμματέας τότε του εργοστασίου) και ο Γιάννης Μαρκάκης .(παρατσούκλι Κοτσυφός).

Πήγαν λοιπόν  στο καφενείο του Κουτάντου Δημήτρη (παρατσούκλι Κουρούπης), στο γνωστό τότε με την επωνυμία «Η ΚΑΜΑΡΑ». Πέρασαν καλά ,έφαγαν τα παιδάκια, ήπιαν το κρασί τους και η βροχή ασταμάτητη εκείνο το μοιραίο βράδυ κατά μαρτυρία του Κοτσυφού. Παραζαλισμένος έφυγε για το σπίτι του για συντομία, από το δρόμο της Χανιώτενας. Να όμως γλίστρησε, παραπάτησε κι έβγαλε τον πόδα του. Τον έδεσε πρόχειρα και από τότε η κατάστασή του μέρα με τη μέρα χειροτέρευε.

Μετά από μέρες μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου του το επέδεσαν καλύτερα αλλά η ζημιά είχε γίνει. Μέρα με τη μέρα φαίνεται σταμάτησε η ομαλή κυκλοφορία του αίματος. Αποτέλεσμα να μελανιάσει, να πληγιάσει, να τρέχει  και να πάθει γάγγραινα. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις στα νοσοκομεία ακόμη στην Αθήνα και τη Βουλγαρία κατέφυγε, ήταν αργά. Δεν κατάφεραν να του σώσουν το πόδι το οποίο του έκοψαν. Σύντομα χτυπήθηκε και το άλλο οπότε χάνει  κι εκείνο. Η αναπηρία του αυτή (κόψιμο ποδιών), τον ανάγκασε  επί αρκετά χρόνια να κυκλοφορεί δύσκολα με πατερίτσες.

Να αναφέρουμε ότι από νεαρός ήταν φιλότιμος, πονόψυχος και πολύ απλός άνθρωπος κι εξαίρετος χαρακτήρας. Από νωρίς  πρόσφερε τις υπηρεσίες του στις ενορίες του χωριού του, εκτελώντας ότι του ζητούσαν οι ιερείς και βέβαια αφιλοκερδώς .

 Όμως τα τελευταία χρόνια καθώς αδυνατούσε να εργαστεί προσπαθούσε να κάνει ότι μπορούσε για να βοηθήσει την οικογένειά του. Ακόμη και την καμπάνα χτυπούσε στις κηδείες για κάποιο χαρτζιλίκι, μέχρι που μας άφησε χρόνους αρκετά γρήγορα χτυπημένος και από άλλη αρρώστια ,(συκώτι ,πνεύμονες και τέλος κόκκαλα) ,στις 24 Ιουλίου 2008.

Κι άλλοι χωριανοί

Εκτός από τον εικονιζόμενο Μανώλη Σγουρό, εγώ προσωπικά ενθυμούμαι ,τον Παλαιμυλιώτη Γιώργη Κοκκίνη του Νικολάου,  (παρατσούκλι Φούσκης) να περιφέρεται με το κασελάκι του ανά τας οδούς του χωριού, για κάποια χρόνια, μέχρι που παντρεύτηκε κι έφυγε για τα γειτονικά Λακώνια, όπου απέκτησε παιδιά κι εγγόνια και  συνεχίζει να ζει εκεί.   

Επίσης ο μακαρίτης, Μιχάλης Ατσαλής κι αυτός Παλαιμυλιώτης, ήσκισε το επάγγελμα του στιλβοποιού για κάποια χρόνια, στην Κριτσά αλλά και στον Άγιο Νικόλαο.           

Λήθη ή Νοσταλγία;

 Σήμερα δε βλέπουμε το λούστρο να κάθεται σε μια γωνιά, γιατί δεν τον χρειαζόμαστε πλέον. Υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα με τα μπουκαλάκια που έχουν ένα σφουγγαράκι στην άκρη με μπογιές όλων των αποχρώσεων. Άλλωστε τα παπούτσια μας δεν σκονίζονται τόσο πολύ, γιατί οι δρόμοι είναι ασφαλτοστρωμένοι.

Οι λούστροι τότε είχαν ικανοποιητική δουλειά κι έτσι κατάφερναν να επιβιώσουν στις δύσκολες εποχές, να εξοικονομούν δηλαδή , τα προς το ζην!

Πόσα επαγγέλματα σαν και αυτό χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, άραγε!

Τώρα τα κασέλια των λούστρων υπάρχουν λιγοστά σε ελάχιστα μαγαζιά, στα παλαιοπωλεία, ενώ κάποια από αυτά, κοσμούν σπίτια πλουσίων συλλεκτών, ως ταπεινό σύμβολο μιας φτωχής πλην αγνής και τίμιας εποχής που η δουλειά δεν ήταν ντροπή, αλλά ούτε και τώρα!        

                           

     Γιάννης Κ.Ταβλάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - Ο ΣΧΟΙΝΟΠΟΙΟΣ Ν. ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΗΣ

  ΚΡΙΤΣΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ Σχοινοποιός, ένα παραδοσιακό επάγγελμα και ο Κριτσώτης Νικόλαος Σκουλικάρης Όσο γυρνάμε προς τα πίσω, επαγγέλματα, ...